ἐκλιπής
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
ές, (ἐκλείπω)
A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.
German (Pape)
[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.