ἄπορος
English (LSJ)
ον, first in Hdt. and Pi. (v.infr.),
A without passage, having no way in, out, or through: hence, I of places, impassable, πέλαγος, πηλός, Pl.Ti.25d, Criti.108e; ὁδός, ὀρη, X.An.2.4.4, 2.5.18. II of states or circumstances, impracticable, difficult, Hdt. 5.3, etc.; ἄ. ἀλγηδών, πάθη, S.OC513 (lyr.), Ph.854; τἄπορον ἔτος ib.897; ἄ. χρῆμα E.Or.70; ἀγών, κίνδυνος, Lys.7.2 and 39 (Sup.); αἰσχύνη Pl.Lg.873c; σωτηρία λεπτὴ καὶ ἄ. ib.699b, cf. R.453d; φόβος Lg.698b; βίος Men.Kith.Fr.1.10; νύξ Longin.9.10:—ἄπορον, τό, and ἄπορα, τά, as Subst., ἐκ τῶν ἀπόρων in the midst of their difficulties, Hdt.8.53, cf. Pl.Lg.699b; εὔπορος ἐν τοῖς ἀ. Alex. 234.6; ἄπορα πόριμος A.Pr.904; ἐν ἀπόροις εἶναι to be in great straits, X.An. 7.6.11; εἰς ἄπορον ἥκειν, πεσεῖν, E.Hel.813, Ar.Nu.703; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο, ἦσαν, they were at a loss how to... Th.1.25, 3.22; ἐτεῇ οἷον ἕκαστον γιγνώσκειν ἐν ἀπόσρῳ ἐστί Democr.8: ἄπορόν [ἐστι] c. inf., Pi.O.10(11).40, Th.2.77, Aeschin.Socr.53, etc.; ἄπορά [ἐστι] Pi.O.1.52: Comp. -ώτερος, ἡ λῆψις Th.5.110. 2 hard to discover or solve, ἀνεξερεύνητον καὶ ἄπορον Heraclit.18; ἄ. ἐρωτήσεις, = ἀπορίαι IV, Plu.Alex.64, Luc.DMort.10.8; ζήτησις Pl.Plt.284b; λόγοι D.L. 7.44. 3 hard to get, scarce, ἐν δυστυχίῃ [φίλον εὑρεῖν] πάντων -ώτατον Democr.106; θῦμα Pl.R.378a; ἄπορα [ὀφλήματα] bad debts, D.50.9. III of persons, hard to deal with, unmanageable, E.Ba. 800, Pl.Ap.18d (Sup.), cf. Th.4.32 (Sup.): c. inf., ἄ. προσμίσγειν, προσφέρεσθαι, impossible to have any dealings with, Hdt.4.46, 9.49; βορῆς ἄνεμος ἄ. against which nothing will avail, which there is no opposing, Id.6.44; ἄ. τὸ κακὸν καὶ ἀνίκητον Id.3.52. 2 without means or resources, helpless, ἔρημος, ἄ. S.OC1735 (lyr.), cf. Ar.Nu.629, etc.; ἄ. ἐπὶ φρόνιμα S.OT691 (lyr.); ἐπ' οὐδέν Id.Ant.360 (lyr.); ἄ. γνώμῃ Th.2.59. 3 poor,needy, Id.1.9, Pl.R.552a; opp. εὔπορος, Arist.Pol. 1279b9, 1289b30; ἄ. λειτουργεῖν too poor to undertake liturgies, Lys. 31.12, cf. PRyl.75.5 (ii A.D.), etc.; ἄ. καὶ τῶν ἐλαχίστων κατέστησαν D.Chr.17.18; also of states of life, δίαιτα ταπεινὴ καὶ ἄ. Pl.Lg. 762e. IV Adv. -ρως Simon.46, etc.; τὸ πρᾶγμα ἀ. εἶχε πατρί E. IA55; ἀ. ἔχει μοι περί τινος Antipho 1.1; ἀ. ἔχειν, c. inf., D.H. 6.14; ἀ. διατεθῆναι Lys.18.23: Comp. -ώτερον Th.1.82; but -ωτέρως διακεῖσθαι Antipho 3.2.1: Sup. -ώτατα Pl.Ti.51b. etc.
German (Pape)
[Seite 322] 1) unwegsam, nicht zu passiren, πέλαγος Plat. Tim. 25 d; ὁδός Xen. An. 2, 4, 4. 5, 18; ἀτραπὸς στενὴ καὶ ἄπ. Plut. Flam. 3; διάβασις Hdn. 8, 4, 4. – 2) ohne Mittel u. Wege; übertr., a) akt., B. A. ὁ μὴ δυνάμενος μηχανήν τινα εὑρεῖν, der sich nicht zu helfen weiß, in Verlegenheit ist; rathlos, Soph. Ant. 357, dem παντοπόρος entgegengesetzt; πανταχόθεν Thuc. 3, 53; τῇ γνώμῃ 2, 59 u. Folgde; neben ἄγροικος u. σκαιός Ar. Nub. 619; – c. inf., ἄπορός εἰμι τὰ ἐπιτήδεια ἔχειν Xen. An. 5, 5, 20, ich kann nicht. Bes. ohne Mittel, arm, καὶ ἀπαράσκευος Thuc. 1, 99; Plat. Phaedr. 233 d, u. öfter bei Dem.; δίαιτα ταπεινὴ καὶ ἄπ. Plat. Legg. VI, 762 e. – b) pass., wogegen man nichts anzufangen weiß, rathlos ist, καὶ ἀμήχανον Her. 5, 3; schwierig, unmöglich, νεῖκος Pind. Ol. 11, 42; Ggstz δυνατός Thuc. 4, 65; vgl. 2, 77; χαλεπὸν καὶ σχεδὸν ἄπορον Plat. Soph. 237 c; ἄπορα πράγματα Ar. Vesp. 1474; σωτηρία Plat. Rep. V, 453 d; ζήτησις Polit. 284 b; auch Tragg.; ἐξ ἀπόρων, unverhofft, Plat. Legg. III, 699 b; oft ἄπορον, ἄπορα, = ἀπορία, z. B. Her. 8, 53; Thuc. 3, 82; εἰς ἄπορον ἥκειν Eur. Hel. 813; κατά τι ἄπορον ἀναγκάζεται Thuc. 1, 136; bes. ἐν ἀπόροις εἶναι, Thuc. u. Folgde; ἐν ἀπόρῳ εἶχον τὸ θέσθαι Thuc. 1, 25, wie εἰκάσαι τὸ γιγνόμενον 3, 22, nicht können; ähnl. ἱππεῖς προσφέρεσθαι ἄποροι, es ist ihnen schwer beizukommen, Her 9. 49, wie Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν 4, 46; vgl. Thuc. 4, 32; Plat. Lys. 223 b; dah. unwiderstehlich, φόβος Legg. III, 698 b; vgl. Apol. 18 d, wie Βορῆς ἄνεμος Her. 6, 44. Auch im Ggstz von εὐπόριστος, schwer anzuschaffen, theuer, Plat. Rep. II, 378 a. – Adv. ἀπόρως ἔχειν, Ggstz σωτηρία, Xen. Hell. 7, 4, 8; διαθεῖναι Lys. 13, 11; ἀπορωτέρως ζῆν 4, 109; καὶ δυσχρήστως ἔχειν Pol. 4, 18, 6; ὑποδημάτων Luc. Cyn. 13.