συγγνωστός

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωστός Medium diacritics: συγγνωστός Low diacritics: συγγνωστός Capitals: ΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: syngnōstós Transliteration B: syngnōstos Transliteration C: syggnostos Beta Code: suggnwsto/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Sch.S. Tr.727:—

   A pardonable, allowable, E.Heracl.435,981, Ar.Th.418, Phld. Mort.20, etc.; συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., S.Fr.352, E. Alc.139, Med.491,703, cf. Ba.1039: c. part., αὐτοῖς συγγνωστὰ πλάττουσιν . .they may be forgiven for . ., v.l.in Plu.2.1083f.    2 of persons, σ. τῆς φιλοτιμίας Philostr.VS1.8.3, cf. Max.Tyr.4.3: c.part., σ. ἐπικλασθείς for being... Plu.Cor.36, cf. Luc.Anach.34; σ. εἰ . . Id.DDeor.6.3.

German (Pape)

[Seite 962] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωστός: -όν, καὶ ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Σοφ. Τρ. 729 ἡ, όν· - ῥημ. ἐπίθετ., συγχωρητός, ἄξιος συγγνώμης, δυνάμενος νὰ συγχωρηθῇ, Εὐρ. Ἡρακλ. 435, 981, Βάκχ. 1039, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, κτλ.· - συγγνωστὸν ἢ συγγνωστά ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 323, Εὐρ. Ἄλκ. 140, Μήδ. 491, 703, κτλ.· μετὰ μετοχ., αὐτοῖς συγγνωστὸν πλάττουσιν ..., εἶναι συγχωρητοὶ διά ..., Πλούτ. 2. 1083F. 2) ἐπὶ προσώπων, σ. τῆς φιλοτιμίας Φιλόστρ. 491, πρβλ. Μάξ. Τύρ. 4. 3· μετὰ μετοχ., σ. ἐπικλασθείς, ἐπὶ τῷ ὅτι ... Πλουτ. Κοριολ. 36, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 34· σ. εἰ ..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 3. - Ἐπίρρ. -τῶς, μεταγεν., Θεόδ. Μετοχ. σ. 498Β.