ἀχθοφορέω
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
A bear burdens, Plb.4.32.7, Plu.Mar.13; to be loaded, ἡ κοιλία Hp.Acut.28. 2 bear as a burden, νέκυν AP7.468 (Mel.); κριόν IG14.1301; ὄστρακον APl.4.333 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 418] Last tragen, schwer tragen, Luc. D. Mort. 24, 2 u. öfter; Pol. 4, 32, 7; Plut. Mar. 13; νέκυν Mel. 124 (VII, 468); δέπας Antiphil. 14 (Plan. 333).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορέω: φέρω ἄχθη, βάρη, φορτία, Πολύβ. 4. 32, 7, Πλουτ. Μάρ. 13· εἶμαι φορτωμένος, ἡ κοιλία Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388. 2) φέρω ὡς φορτίον, τι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 468, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1102.