δυσπαθής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (παθεῖν)

   A feeling to excess, opp. ἀπαθής, ib.102d.    II not easily affected, τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου -έστερον ib.651c: abs., impassive, ib.454c, Luc.Anach. 24, Plot.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 685] ές (παθεῖν), 1) schwer leidend; bes. ungeduldig im Leid, Plut. Consol. ad Apoll. p. 318, Ggstz ἀπαθής. – 2) unempfindlich gegen Leiden, abgehärtet; Luc. Gymn. 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπᾰθής: -ές, (παθεῖν) εἰς ὑπερβολὴν αἰσθανόμενος, μὴ ὑπομένων τὰ πάθη, ἀντίθ. ἀπαθής, Πλούτ. 2. 102D. ΙΙ. Δυσκόλως αἰσθανόμενος ἢ διατιθέμενος, πολὺ ὅμοιον τῷ ἀπαθής, αὐτόθι 454C, Λουκ. Ἀναχ. 24. -Ἐπίρρ. δυσπαθῶς Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 74, 100, 255 (Migne).