διαίτημα

From LSJ
Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαίτημα Medium diacritics: διαίτημα Low diacritics: διαίτημα Capitals: ΔΙΑΙΤΗΜΑ
Transliteration A: diaítēma Transliteration B: diaitēma Transliteration C: diaitima Beta Code: diai/thma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A food, diet, Hp.VM13; sustenance, provisions, X.Mem.1.6.5: in sg., δ. τὸ καθ' ἡμέραν Arist.Pr. 866b3.    2 pl., rules of life, regimen, esp. in regard of diet, Hp. VM3: generally, institutions, customs, Th.1.6, X.Ath.1.8.    3 abode, Hld.2.26; ὁ νοῦς ἐμόν ἐστιν δ. (v.l. ἐνδ-) Ph.1.160.

German (Pape)

[Seite 580] τό, 1) Lebenseinrichtung, Lebensweise, im plur., Thuc. 1, 6; Xen. Ath. 1, 8. – 2) Lebensunterhalt, Speise, Medic.; τὰ ἐμὰ διαιτήματα Xen. Mem. 1, 6, 5. – 3) Wohnung Hel. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαίτημα: τό, συνήθ. κατὰ πληθ., τροφή, δίαιτα, τρόπος ζωῆς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 56. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κανόνες ζωῆς, τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 5· καθόλου, ἔξεις, ἔθιμα, Θουκ. 1. 6, Ξεν. Ἀθην. 1, 8. 3) διαμονή, κατοικία, Ἡλιόδ. 2. 26.