ἀπόγνοια
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ἡ, (ἀπογιγνώσκω)
A despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.
German (Pape)
[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.