αὐτοσχέδιος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Plu.Sull.7:—
A hand to hand: used by Hom., in dat., αὐτοσχεδίῃ (sc. μάχῃ) in close fight, in the mêlée, αὐτοσχεδίῃ μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε Il.15.510: acc. fem. as Adv., = αὐτοσχεδόν I, Ἀντιφάτην δ' . . πλῆξ' αὐτοσχεδίην 12.192, 17.294; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od.11.536: also ἔς τ' αὐ. καὶ προμάχους ἰέναι Tyrt.11.12. II offhand, improvised, rough and ready, ἐξ αὐτοσχεδίης πειρώμενος h.Merc.55; ποιήματα αὐ. D.H.2.34; μαντικὴ αὐ. Plu.Sull.7; τετρήρη ναυπηγεῖν αὐ. Arist.Fr.600; βωμός, τείχη, D.H.1.40, 3.67; μνῆμα Hld.2.4; ναῦς Max.Tyr.12.2; of persons, αὐτοσχέδιος ὢν περὶ τὰς ἰσηγορίας Plu.2.642a; σοφιστής Ach.Tat.5.27; ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν D.C. 73.1; τὸ αὐ., opp. τὸ περιπτωτικόν, in Empiric medicine, Gal.1.66. Adv. -ίως, γεννηθῆναι LXX Wi.2.2; οἰκοδομεῖσθαι Paus.6.24.3. 2 ready to hand, ὕλη Id.10.32.15; wild, natural, ἄνθη Lib.Decl.13.50.
German (Pape)
[Seite 403] (σχεδία), α, ον, auch 2 Endungen, 1) Hom. αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, im Handgemenge Faust u. Kraft erproben (vgl. αὐτοσταδία), Il. 15, 510; αὐτοσχεδίην πλήττειν τινά, sc. πληγήν, einen Hieb aus freier Faust versetzen, 12, 192; αὐτοσχεδίην οὐτασμένος Od. 11, 536. – 2) Gew. aus dem Stegereif, ἐξ αὐτοσχεδίης H. h. Merc. 55; ἐξ αὐτοσχεδίου Sp., wie Herodian. 7, 8, 25, der auch πόλεμος 7, 4, 8 so braucht; βωμός, τείχη, ohne Vorbereitung, kunstlos gemacht, Dion. Hal. 1, 40. 3, 67. Bes. von der Rede u. von Gedichten, Dion. Hal. 2, 34; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχέδιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Σύλλ. 7: - μετὰ δοτ. ὡς τὸ αὐτοσταδίη, ἐκ τοῦ σύνεγγυς, αὐτοσχεδίῃ μῖξαι χεῖράς τε μένος τε Ἰλ. Ο. 510· κατ’ αἰτ. ὡς Ἐπίρρ. = αὐτοσχεδόν, Ἀντιφάτην δ’., πλῆξ’ αὐτοσχεδίην Μ. 192., Γ. 294· αὐτοσχεδίην οὐτασμένος πειρώμενος (ἄνευ προπαρασκευῆς), πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 55· ποιήματα αὐτ. Διον. Ἁλ. 2. 34· τριήρη ναυπηγεῖν ὁ αὐτ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 558· ἐπὶ προσώπων, αὐτοσχέδιος ὤν περὶ τὰς ἰσηγορίας Πλούτ. 2. 642Α· ἐκ τοῦ αὐτοσχεδίου εἰπεῖν Δίων Κ. 73. 1· πρόχειρος, σκηνὰς… ποιοῦνται καλάμου τε καὶ ἄλλης ὕλης αὐτοσχεδίου Παυσ. 10. 32, 15: - Ἐπίρρ. -ίως Παυσ. 6. 34, 3, Ἑβδ.