Ἕλλην

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἕλλην Medium diacritics: Ἕλλην Low diacritics: Έλλην Capitals: ΈΛΛΗΝ
Transliteration A: Héllēn Transliteration B: Hellēn Transliteration C: Ellin Beta Code: *(/ellhn

English (LSJ)

ηνος, ὁ, Hellen, son of Deucalion, Hes.Fr.7.1.    II Ἕλληνες, οἱ, the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief, Il.2.684.    2 of all Greeks, Epigr. ap. Paus.10.7.6, Hdt.1.56, Th.1.3, etc.; cf.Πανέλληνες.    3 Gentiles, whether heathens or Christians, opp. Jews, LXXIs.9.12, Ev.Jo.7.35, etc.    4 non-Egyptian (incl. Persians, etc.), PTeb.5.169 (ii B.C.).    5 pagan, Jul.Ep.114, Eun. VS p.524B., Dam.Isid.204, Cod.Just.1.11.10.    III as Adj.,= Ἑλληνικός, στρατός Pi.N.10.25, etc.: with fem. Subst., Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν A.Ag.1254; στολήν γ' Ἕλληνα E.Heracl.130; Ἕ. γυνή Philem.55; Ἕ. ἀληθῶς οὖσα, of fortune, Apollod.Car.5.10; Πυλῶν Ἑλλήνων D.18.304: with neut.Subst., ἐν χωρίῳ Ἕλληνι Them.Or.27.332d.    IV those who spoke or wrote Hellenistic Greek, opp. Ἀττικοί, ἄρτι· οἱ μὲν Ἀ. τὸ πρὸ ὀλίγου, οἱ δὲ Ἕ. καὶ ἐπὶ τοῦ νῦν λέγουσι Moer. 68, al., cf. POxy.1012Fr.16; opp. οἱ παλαιοί, Moer.145.

German (Pape)

[Seite 801] u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

Ἕλλην: ηνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Δευκαλίωνος, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. 2) οἱ Ἕλληνες τοῦ Ὁμήρου ἦσαν ἡ Θεσσαλικὴ ἐκείνη φυλή, ἧς ἀρχηγὸς ἦτο ὁ λεγόμενος Ἕλλην (πρβλ. Ἑλλὰς Ι), Ἰλ. Β. 684· διὰ ταῦτα ὁ Ἀρίσταρχος ἠθέτει τὸν στίχ. Ἰλ. Β. 530 (ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ὡς ἔθνος καλοῦνται Πανέλληνες), καὶ εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ Θουκ. (1. 3) δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐγίνωσκε τὸν ἐν λόγῳ στίχον. 3) βραδύτερον ἡ λέξις Ἕλληνες κατέστη τὸ κοινὸν ὄνομα πασῶν τῶν Ἑλληνικῶν φυλῶν· ὁ Στράβων ἐν 370 λέγει ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν Ἡσίοδον, καὶ ἐν τοῖς σῳζομένοις αὐτοῦ συγγράμασιν ἀπαντᾷ τὸ Πανέλληνες Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· ἀλλ’ ἡ ἀρχαιοτάτη χρῆσις τῆς λέξεως Ἕλληνες ὡς ἐθνικοῦ ὀνόματος εὕρηται ἔν τινι ἐπιγραφῇ τῆς 48. 3 Ὀλυμπιάδος (586 π. Χ.), ἣν μνημονεύει ὁ Παυσ. ἐν 10. 7, 4-6· κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἦτο καθολικόν, καὶ μάλιστα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βάρβαροι, ἴδε τὴν λ. βάρβαρος. 4) ἔτι βραδύτερον ἐσήμαινε τοὺς ἐθνικούς, εἴτε εἰδωλολάτρας εἴτε χριστιανούς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, Καιν. Διαθ. καὶ Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = Ἑλληνικός, Πίνδ. Ν. 10. 46, Θουκ. 2. 36, κτλ.· καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστικοῦ, Ἕλληνἐπίσταμαι φάτιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1254· στολήν γε Ἕλληνα Εὐρ. Ἡρακλ. 131· Ἕλλην γυνὴ Φιλήμ. ἐν «Παιδαρίῳ» 1· Ἕλλην ἀληθῶς οὖσα, ἐπὶ τύχης ἢ περιουσίας, Ἀπολλόδ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· τῶν Πυλῶν Ἑλλήνων Δημ. 327, 6· πρβλ. Ἑλλὰς ΙΙ· - ὡς οὐδ., ἔθνη Ἕλληνα Εὐσ. Ἐγκώμ. Κωνστ. 18. 6, Θεμίστ. 332D.