κοτέω

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτέω Medium diacritics: κοτέω Low diacritics: κοτέω Capitals: ΚΟΤΕΩ
Transliteration A: kotéō Transliteration B: koteō Transliteration C: koteo Beta Code: kote/w

English (LSJ)

(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,

   A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177, cf. 18.367; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο 2.223; τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc.403: prov., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων Id.Op.25: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα . . 14.191: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ (Ep. pf. part.) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: aor. κοτέσασα h.Cer.254; Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14.

Greek (Liddell-Scott)

κοτέω: Ἐπικ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις ἄνευ διακρίσεως φωνῆς (κότος). Φυλάττω πάθος κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· ὡσαύτως κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, οὕνεκα..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.