ἐμφορέω

From LSJ
Revision as of 09:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφορέω Medium diacritics: ἐμφορέω Low diacritics: εμφορέω Capitals: ΕΜΦΟΡΕΩ
Transliteration A: emphoréō Transliteration B: emphoreō Transliteration C: emforeo Beta Code: e)mfore/w

English (LSJ)

   A = ἐμφέρω:—Pass., to be borne about in or on, c. dat., κύμασιν ἐμφορέοντο Od.12.419; ὕδασι A.R.4.626.    II pour in, ἄκρατον D.S.16.93; fill, πολέμων καὶ ταραχῶν ἅπαντα Agath.1.1:— Med. and Pass., fill oneself with a thing, take one's fill or make much use of it, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Hdt.1.55; to be filled full of, Duris 27 J.; οἴνου, ἀκράτου, Hdn.4.11.3, Plu.2.1067e; κακίας, ἀμαθίας, Ph. 1.204,97; ἀγαθῶν PLips.119 ii 6 (iii A. D.); ἐξουσίας, ὕβρεως, Plu.Cic. 19, Sert.5, etc.; τοῦ τέλους Dam.Pr.288: c. acc. rei, ἄκρατον D.S. 4.4, Ph.2.403, cf. Alciphr.1.35, Thrasym.4, Porph.Abst.1.23, Gal. 6.243: abs., Alciphr.1.1:—Act. in this sense is dub. in Democr. 1a.    III metaph., put upon, inflict on, πληγάς τινι D.S.19.70, Plu. Pomp.3; ἐ. ὕβρεις εἴς τινα Alciphr.1.9:—Med., App.BC3.28.    2 cast in one's teeth, φόνους ἐ. τινί S.OC989.

German (Pape)

[Seite 820] (vgl. ἐμφέρω), 1) in, auf Etwas tragen; Hom. κύμασιν ἐμφορέοντο, Od. 12, 419. 14, 309, sie wurden auf den Wellen einhergetragen, was Ap. Rh. 4, 626 u. Lycophr. 1015 nachahmen. – 2) hineintragen; ἄκρατον, einfüllen, D. Sic. 16, 73; πληγάς τινι, Einem Schläge versetzen, 19, 70; Plut. Ant. 84 u. a. Sp.; auch. ὕβρεις εἴς τινα, Alciphr. 1, 9. – 3) Med. mit aor. pass. (auch ἐνεφορησάμην, D. Sic. 4, 4) im Uebermaaße zu sich nehmen; πέρα τοῦ καλῶς ἔχοντος ἐμφ. τοῦ ἀκράτου Luc. D. D. 18, 2, vgl. Nigr. 25; oft Plut.; mit dem acc., D. Sic. 4, 4; πολλά, Ath. X, 416 a. Uebertr., τοῦ μαντηΐου, sich des Orakels zur Genüge bedienen, Her. 1, 55; τῆς ἐξουσίας, einen unmäßigen Gebrauch davon machen, Plut. Cic. 19; öfter Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορέω: ἐμφέρω: - Παθ., περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο Ὀδ. Μ. 419· ὕδασι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ πίῃ, ποτίζω, καὶ πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον Διόδ. 16. 73: - Μέσ. καὶ παθ., πληρῶ ἐμαυτόν τινος πράγματος, κάμνω πολλὴν χρῆσίν τινος, ὑπερμέτρως μεταχειρίζομαί τι, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Ἡρόδ. 1. 55· πληροῦμαι, ἀνοίας ἐμφορηθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Βεκκ.· οἴνου ἀκράτου Ἡρωδιαν. 4. 11, Πλούτ. 2. 1067Ε· ἐξουσίας, ὕβρεως, τιμωρίας Πλουτ. Κικ. 19, Σερτ. 5, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄκρατον Διόδ. 4. 4, Ἀλκίφρ. 1. 35, Ἀθήν. 416Α· ἀπολ. Ἀλκίφρων 1. 1. ΙΙΙ. μεταφ., ἐμβάλλω, προστρίβομαι, δίδωμι, Λατ. incutere, ἐμφορεῖν πληγάς τινι Διόδ. 19. 70, Πλουτ. Πομπ. 3· ἐμφ. ὕβρεις εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 28. 2) ἐπισωρεύω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπιρρίπτω κατὰ πρόσωπόν τινος, οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς (ἐμφέρεις Elms, Herm., κλ.) σύ μοι φόνους πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 989.