ἐμπρίω

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπρίω Medium diacritics: ἐμπρίω Low diacritics: εμπρίω Capitals: ΕΜΠΡΙΩ
Transliteration A: empríō Transliteration B: empriō Transliteration C: emprio Beta Code: e)mpri/w

English (LSJ)

[ῑ], Ep. ἐνιπ-,

   A saw into, ὀστέον, vulg. for ἐκ-, Hp.VC21; τὸ οὖς ἐνέπρῑσε τοῖς ὀδοῦσι bit deep into it, D.S.10.17.    II gnash together, ὀδόντας ἐμπεπρικώς having the teeth fixed in a bite, Id.17.92, v. l. in Luc.Somn.14; ἐ. γένυν Χαλινοῖς Opp.H.5.186, cf. C.2.261.    III intr., bite, be pungent, σίνηπυν, ὀνόγυρον, etc., Nic.Al.533 (dub. l.), Th.71, al.    2 ἐμπρίων σφυγμός saw-like, hard pulse, Gal.8.474, Alex.Trall.6.1.

German (Pape)

[Seite 817] (s. πρίω), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Uebertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπρίω: ῑ: μέλλ. -ίσω, πριονίζω ἔν τινι, ὀστέον Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. σφίγγω, τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· τρίζω, καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτως, ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι δριμύς, καυστικὸς τὴν γεῦσιν, καίω, ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.