ἐξοικίζω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοικίζω Medium diacritics: ἐξοικίζω Low diacritics: εξοικίζω Capitals: ΕΞΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: exoikízō Transliteration B: exoikizō Transliteration C: eksoikizo Beta Code: e)coiki/zw

English (LSJ)

   A remove one from his home, eject, banish, Th.1.114, 6.76; ἐξῴκισέν [με] γάμος οἴκων E.Hec.948 (lyr.); τινὰς εἰς Πώμην Plu.Rom.24; give notice to quit, BGU1116.18 (i B. C.); ἐ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Plu.Comp.Arist.Cat.3:—Pass. and Med., go from home, emigrate, φροῦδοι . . εἰσιν ἐξῳκισμένοι Ar.Pax197; ἐξῳκίσαντο ib.203; quit a house or shop, opp. εἰσοικ-, Aeschin.1.124; to be deported, εἰς ἄλλην χώραν Pl.Lg.929a; τὸν πόλεμον τῆς Ἑλλάδος -ισμένον Plu.Ages.15: metaph., ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου διὰ τὸν φόβον ἐξῳκίσθη was banished, cj. in Gorg.Hel.16.    II dispeople, empty, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν E.Hec.887; lay waste, πόλεις D.H.5.77:— Med., Plu.Comp.Ages.Pomp.3.

German (Pape)

[Seite 885] aus der Wohnung, dem Wohnsitze vertreiben; ἐπεί μ' ἐξῴκισεν οἴκων γάμος Eur. Hec. 946; Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν, d. i. entvölkern, 886; Ἑστιαιᾶς δὲ ἐξοικίσαντες αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Thuc. 1, 114; εἰς ἄλλην χώραν Plat. Legg. XI, 928 e, wie Plut. Rom. 24, nach einem andern Lande übersiedeln; – πόλεις, verwüsten, D. Hal. 5, 77. – Med. auswandern, Ar. Pax 197. 203; ἐξοικίσασθαι Aesch. 1, 124 u. Folgde; ὁ πόλεμ ος ἐξ Έλλάδος ἐξῳκισμένος, der Griechenland verlassen hat, Plut. Ages. 15, der aber auch im Sinne des act. ἀνδραποδίσασθαι Θήβας καὶ Μεσσήνην ἐξοικίσασθαι βουλόμενος vrbdt, Compar. Pomp. et Ages. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐκβάλλω τινὰ ἐκ τῆς ἰδίας αὐτοῦ οἰκίας, ἐκδιώκω, ἐξορίζω, Ἑστιαίας δὲ ἐξοικίσαντες, αὐτοὶ τὴν γῆν ἔσχον Θουκ. 1. 114., 7. 76· ἐξῴκησεν με γάμος οἴκων Εὐρ. Ἑκ. 949· εἰς ἄλλην χώραν Πλάτ. Νόμοι 928Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 24· ἐξ. χρυσὸν τῆς Σπάρτης Πλουτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτ. Σύγκρ. 3. ― Παθ. καὶ Μέσ., ἀπέρχομαι τῆς πατρίδος μου, μετοικῶ, μεταναστεύω, φροῦδοι... εἰσὶν ἐξῳκισμένοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 197· ἐξῳκίσαντο αὐτόθι 203· καταλείπω οἰκίαν ἢ ἐργαστήριον, ἀντίθετον τῷ εἰσοικίζομαι, ἐὰν ὁ μὲν ἐξοικίσηται, εἰς δὲ τὸ αὐτὸ τοῦτο ἐργαστήριον χαλκεὺς εἰσοικίσηται Αἰσχίν. κ. Τιμάρχ. 1. 38, 5· ἐξ. ἐκ τόπου Πλουτ. Ἀγησ. 15. ΙΙ. ἐκκενῶ τόπον τινὰ ἐκ τῶν κατοίκων αὐτοῦ, Λῆμνον ἀρσένων ἐξῴκισαν Εὐρ. Ἑκ. 887· ἐξερημόω, πόλεις Διον. Ἁλ. 5. 77· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 3.