ἐξερημόω
English (LSJ)
make quite desolate, ἐξερημόω οἶκον leave it destitute of heirs, D. 43.76, cf. LXX Le.26.31, al.; ἐξερημῶσαι γένος S.El.1010 (but ἐξερημόω δόμους abandon them, E.Andr.597, 991); πόλεις ἐξερημωμένας Pl.Ep.332e; ἐξερημόω τὰ ἑαυτῶν leaving their own places destitute (of troops), X.Vect.4.47; δράκοντος γένυν ἐ. making it destitute of teeth, E.HF253:—Pass., ἐξερημοῦσθαι to be left destitute, Ἑλλὰς ἐξερημωθεῖσα Ar.Pax647; εἰς τὸν ἐξηρημωμένον.. οἶκον Pl.Lg.925c.
German (Pape)
[Seite 878] ganz verwüsten, veröden; ἡ δ' Ἑλλὰς ἂν ἐξερημωθεῖσ' ἂν ὑμᾶς ἔλαθε Ar. Pax 347; bes. von einem Hause, das ausstirbt, ἴτωσαν εἰς τὸν ἐξερημωμένον οἶκον Plat. Legg. XI, 925 c, u. öfter bei den Rednern, Is. 1, 44 u. oft, Dem. 43, 76. So auch Soph. κἀξερημῶσαι γένος El. 998, das Geschlecht vernichten; οἴκους, leer lassen, daraus weggehen, Eur. Andr. 597; δράκοντος ἐξερημώσας γένυν, d. i. der Zähne berauben, Herc. Fur. 253.
French (Bailly abrégé)
ἐξερημῶ :
rendre désert ; dévaster, acc. ; ἐξ. γένος SOPH rendre vide une famille, càd l'exterminer, la ruiner, la détruire.
Étymologie: ἐξ, ἐρημόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερημόω:
1 делать безлюдным, опустелым (οἶκον Dem.; Ἑλλὰς ἐξερημωθεῖσα Arph.; ἐξηρημωμέναι πόλεις Plat.): ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος Soph. погибнуть и (тем) пресечь свой род;
2 оставлять, покидать (δόμους Eur.; τὰ ἑαυτῶν Xen.);
3 лишать зубов (δράκοντος γένυν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερημόω: καθιστῶ ἐντελῶς ἔρημον, πῶς ἂν οὖν μᾶλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον Δημ. 1076. 24· ἐξαφανίζω, ἐξερη μῶσαν γένος Σοφ. Ἠλ. 1010· (ἀλλ’ ἐξ. δόμους, ἐγκαταλείπειν αὐτούς, Εὐρ. Ἀνδρ. 597, 991)· ὡσαύτως, ἐξ. πόλεις, Πλάτ. Ἐπιστ. 332Ε· ἐξερημοῦντας τὰ ἑαυτῶν, καταλείποντας ἔρημα (στρατιωτικῆς δυνάμεως) τὰ ἑαυτῶν, ἐπὶ στρατευμάτων, Ξεν. Πόροι 4, 47· δράκοντος ἐξημερώσας γένυν, γυμνώσας αὐτὴν τῶν ὀδόντων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 253: ― Παθ., Ἑλλὰς ἐξερημωθεῖσα Ἀριστοφ. Εἰρ. 647· εἰς τὸν ἐξηρημωμένον... οἶκον Πλάτ. Νόμοι 925C.
Greek Monotonic
ἐξερημόω: μέλ. -ώσω, ερημώνω κάτι εντελώς, αφήνω κάτι γυμνό ή εξαθλιωμένο, εγκαταλείπω, σε Σοφ., Ευρ.· ἐξ. γένυν δράκοντος, αφήνοντάς την γυμνή από δόντια, στον ίδ. — Παθ., αφήνομαι γυμνός, απογυμνώνομαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to make quite desolate, leave destitute, abandon, Soph., Eur.; ἐξ. γένυν δράκοντος making it destitute of teeth, Eur.:—Pass. to be left destitute, Ar.