εὐεργής

From LSJ
Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργής Medium diacritics: εὐεργής Low diacritics: ευεργής Capitals: ΕΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euergḗs Transliteration B: euergēs Transliteration C: evergis Beta Code: eu)ergh/s

English (LSJ)

ές, (ἔργον)

   A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ. 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ . . εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.    2 well-done: hence in pl., εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.).    3 = εὐεργός 11.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9.    4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6.    5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα -εστέραν Sor.2.61.

German (Pape)

[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.