εὐθηνία

From LSJ
Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηνία Medium diacritics: εὐθηνία Low diacritics: ευθηνία Capitals: ΕΥΘΗΝΙΑ
Transliteration A: euthēnía Transliteration B: euthēnia Transliteration C: efthinia Beta Code: eu)qhni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A prosperity, plenty, LXX Ge.41.29, al., Ph.2.1, al.; ὅπως οἱ ἄλλοι ἐν εὐθηνίᾳ ὦσι OGI90.13 (Rosetta, ii B.C.); ὑπηρετεῖν τῇ τε εὐθηνίᾳ καὶ τῇ εὐδαιμονίᾳ ib.669.4 (Egypt, i A.D.); τῶν τὰς καλὰς ἀγόντων ἡμέρας εὐθηνία, description of Isis, POxy.1380.135 (ii A.D.); πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας Peripl.M.Rubr.48; σώματος good condition, Andronic. Rhod.p.573 M.    2 personified as a goddess, Abundance, Plenty, IG4.676 (Thyreatis), J. of P.11.144 (Anazarba), prob. in CIL10.1624 (Puteoli).    3 generally, abundance, φρονήσεως Ph.1.618; τῶν ἀναγκαίων Id.Fr.109 H.; v.l. in Arist.Rh.1360b16, al.    II like Lat. annona, corn-supply, εἰς εὐθηνίαν σιτωνίας SIG783.16 (Mantinea, i B.C.); ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐθηνία Plu.2.307d; εὐθηνίας ἐπιμελητής IG4.795 (ii A.D.); γεναμένῳ ἀγορανόμῳ καὶ ἐπὶ τῆς εὐθηνίας Mitteis Chr.227.9 (ii A.D.), cf.PFlor. 382.76 (iii A.D.), OGI705 (Alexandria, ii A.D., εὐθυνίας lapis); κοσμητεύσας εὐθηνίας (v. εὐθένεια).    2 alargess of corn, εὐθηνία ἔτους τρίτου, personified on coins of Alexandria, BMus.Cat.Coins No.1164: so in pl., χρήματα πολιτικὰ ἐς εὐθηνίας ἢ νομὰς ἀθροιζόμενα Hdn.7.2.5.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form εὐθένεια, u. erkl. εὐετηρία als att. dafür; als v. l. finden sich εὐθενία u. εὐσθένεια), blühender Zustand, Fülle, Ueberfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω εὐδαιμονίαεὐθηνία κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. v. l., aber H. A. 8, 19 mit den v. l. εὐθένεια u. εὐσθένεια. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηνία: ἡ, ἀφθονία πράγματός τινος, εὐθηνία κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ κατάστασις, εὐδαιμονία, Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους ὅπως ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν πόλεων καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: ὡσαύτως, εὐθενίας ἔπαρχος = ἐπιμελητής, 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. αὐτόθι 3769.