κέγχρος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέγχρος Medium diacritics: κέγχρος Low diacritics: κέγχρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΣ
Transliteration A: kénchros Transliteration B: kenchros Transliteration C: kegchros Beta Code: ke/gxros

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, Arist.Ph.250a20, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Glauc. ap.POxy.1802.42, Dsc.2.97, Gal.6.791, Jul.Or.3.112a, Iamb.VP24.106),

   A millet, Panicum miliaceum, usu. in pl., Hes.Sc.398, Hdt.4.17, Hp.Acut.21, X.An.1.2.22, etc.: sg., Hecat.154 J., Hdt.1.193, Thphr. HP1.11.2, al., OGI55.15 (Telmessus, iii B.C.); of a single grain, Hdt.3.100, Plot.6.3.11, prob. in Sapph.Supp.1.13:—also κέρχνος, Anaxandr.41.27, Gal.18(1).574; cf. κέρχνωμα, κέρχνη.    II anything in small grains:    1 spawn of fish, Hdt.2.93.    2 small beads, Ath.12.525e.    3 speck, sty in the eye, Adam.1.11, al.    III = κεγχρίας 11 (q.v.), Dsc.Ther.15.    IV small kind of diamond, Plin.HN37.57.

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, bei Sp. auch ἡ, 1) Hirse, panicum italicum, gew. im plur.; Hes. Sc. 398; σπείρουσι καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους Her. 4, 17; Folgde. – Hirsekorn, σπέρμα ὅσον κέγχρος τὸ μέγεθος Her. 3, 100. – Uebh. alles Körnige od. Gekörnte, von Fischeiern, Her. 2, 93, bei Ath. XII, 525 d von goldener Stickerei eines Kleides. – Hellenistisch nach Moeris u. A. für πασπάλη, zur Bezeichnung des Kleinsten. – 2) eine Schlangenart, = κεγχρίας, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κέγχρος: ὁ, εἶδος βοτάνης καὶ σπόρος «κεχρί», «σπερμάτιον μελίνῃ ἐμφερὲς» Ἡσύχ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398, Ἡρόδ. 4. 17, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἡρόδ. 1. 193· ἐπὶ ἑνὸς μόνου κόκκου, 3. 100·- θηλ. παρ’ Ὀρειβασ. 41 Matth.·- τύπος κέρχνος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν. «Πρωτ.» 1. 27, Γαλην. 12. 395· πρβλ. κέρχνωμα, κέρχνη. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐσχηματισμένον εἰς μικροὺς κόκκους, οἷον τὰ ᾠὰ ἰχθύος, Ἡρόδ. 2. 93· μικροὶ κόκκοι, Ἀθήν. 525D· μικρά τις φλόγωσις τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολέμων Φυσιογν. 213. ΙΙΙ. = κεγχρίας ΙΙ. ὃ ἴδε.
IV. εἶδος μικροῦ ἀδάμαντος, Πλίν. 37. 15.