μετατίθημι
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
fut. -θήσω:—Med., fut. -
A θήσομαι D.19.341: I place among, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε (v.l. μεθέηκεν) then he would not have caused so much noise among us, Od.18.402. II place differently, 1 in local sense, transpose, change the place of, τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν Pl.Smp.191b; εἰς βελτίω τόπον Id.Lg.903d; μ. τὰς θύρας PSI5.546.5 (iii B. C.); μετέθηκεν αὐτὸν (sc. τὸν Ἑνώχ) ὁ θεός LXX Ge.5.24:—Pass., Arist.Int.20b10; to be transferred, OGI338.20 (Pergam., ii B. C.), Act.Ap.7.16, etc. 2 in Logic, μ. τὸ συμπέρασμα alter a conclusion to its contrary, Arist.APr.59b1. 3 change, alter, of a treaty, μεταθεῖναι ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18; τὸ νυνδὴ ῥηθέν Pl.Plt.297e, cf. X.Mem.3.14.6; μ. τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν AP11.367 (Jul.); ἐπὶ ὑὸς τὰς ἐπωνυμίας μ. change their names and call them after swine, Hdt.5.68; substitute, προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μ. D.18.225, cf. Pl.Lg.683b (Pass.); correct, τοὺς ἠγνοηκότας Plb.1.67.5; but, pervert, μετέθηκεν αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ LXX 3 Ki.20(21).25. 4 Med., change what is one's own or for oneself, μ. τὰ εἰρημένα X.Mem.4.2.18; νόμους ib.4.4.14; τὴν δόξαν D.18.229; τὸν τρόπον Id.19.341; τοὔνομα Arist.Fr.549; ὀνόματα change the use of words, Epicur.Nat.95 G. (also in Act., Nat.28.5); [τὸ νόμισμα] Arist. Pol.1257b11: abs., change one's opinion, retract, Pl.R.345b, etc.; μεταθέσθω let him change his mind, Men.Pk.48; also in political sense, change sides, μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν Plb.24.9.6; Dionysius of Heraclea, who went over from the Stoics to the Cyrenaics, was called μεταθέμενος, turn-coat, D.L.7.37,166; μ. ἀπὸ τῶν πατρίων LXX 2 Ma.7.24; ἐξ ἀδικίας Corn.ND11. b τὴν γνώμην μετατίθεσθαι change to or adopt a new opinion, Hdt.7.18 (but τῆς γνώμης μ. change from... App.BC3.29); μετέθου λύσσαν ἄρτι σωφρονῶν thou hast changed to madness, E.Or.254; μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν ἀπὸ τῶν αἰγῶν adopted their present name, Paus.7.26.3. c μ. [τὸν φόβον] transfer one's fear, D.18.177; τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα transferring... ib.284. d c. inf., μ. ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως . . ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως . . ἔχοντα βίον ἑλέσθαι change one's mind and determine to choose... Pl.Grg.493c. e c. dupl. acc., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μ. turning their misdeeds into his gain, S.Ph.515 (lyr.). 5 Pass., to be changed, alter, μετετέθην εὐβουλίᾳ E.IA 388 (troch.); μ. ἐς Ῥωμαίους pass over, App.Hisp.17; μ. ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς are turned away from... Ep.Gal.1.6.
German (Pape)
[Seite 155] (s. τίθημι), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέθηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέθην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν, Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεθέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μεταθείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιθέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων οὐδέν τι μετέθηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιθέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ κέρδος μεταποιῶν; ταχὺς μετέθου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίθεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταθώμεθα Plat. Rep. I, 334 e, ὕστερον γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίθεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορθοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταθέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
Greek (Liddell-Scott)
μετατίθημι: μέλλ. -θήσω· Ι. τίθημι ἔν τινι, τῷ κ’ οὔτι τόσον κέλαδον μετέθηκεν (διάφ. γραφ. μεθέηκεν), «ἤγουν οὐκ ἂν τοσοῦτον θόροβον ἐνῆκεν ἡμῖν» (Εὐστ.) Ὀδ. Σ. 402. ΙΙ. τίθημι διαφόρως, 1) ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, μεταθέτω, εἰς τὸ πρόσθεν Πλάτ. Συμπ. 191Β, C· εἰς βελτίω τόπον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903C. - Παθ., Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 16, κ. ἀλλ.· ἐν τῇ λογικῇ, ἐπὶ προτάσεως, μετατίθεμαι ἤτοι μεταστρέφομαι (ὡς τὸ ἀντιστρέφω), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 45, 10. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, ἐπὶ συνθηκῶν, Θουκ. 5. 18· τὸ νῦν ῥηθὲν Πλάτ. Πολιτ. 297Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 6· μ. τινα ἐς πτηνὴν φύσιν Ἀνθ. Π. 11. 367· ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς, μεταβαλὼν τὰς ἐπωνυμίας αὐτῶν (δηλ. τῶν φυλῶν) καὶ δοὺς αὐταῖς ὀνόματα παράγωγα ἐκ χοίρων καὶ ὄνων, οἷα εἶναι τὰ: Ὑᾶται, Ὀνεᾶται, Χοιρεᾶται, Ἡρόδ. 5. 68· μ. τι ἀντί τινος, θέτω τι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 303. 9, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 683Β· διορθώνω, ἐπανορθῶ, Πολύβ. 1. 67, 4. 3) Μέσ., μεταβάλλω ὅ,τι εἶναι ἐμὸν ἢ δι’ ἐμαυτόν, μ. τὰ εἰρημένα Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· τοὺς νόμους ὁ αὐτ. 4. 4, 14· τὴν δόξαν Δημ. 304. 3· τὸν τρόπον ὁ αὐτ. 450. 21. - ἀπολ., μεταβάλλω γνώμην, παλινῳδῶ, Πλάτ. Πολ. 345Β, κτλ.· ὁπόθεν Διονύσιος ὁ Ἡρακλεώτης ὁ ἀπὸ τῆς σχολῆς τῶν Στωϊκῶν μεταβὰς εἰς τὴν τῶν Κυρηναϊκῶν ἐκαλεῖτο ὁ μεταθέμενος, Διογ. Λ. 7. 37, 166. β) μετατίθεσθαι τὴν γνώμην, μεταπηδᾶν εἰς ἄλλην γνώμην, ἀποδέχεσθαι νέαν γνώμην, Ἡρόδ. 7. 18· (ἀλλὰ μ. τῆς γνώμης, ἀποχωρῶ ἔκ τινος γνώμης, Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 29, πρβλ. Διόδ. 16. 31) μετέθου λύσσαν, ἔχεις μεταβῆ εἰς μανίαν, Pors. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 248. μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν, ἀπεδέξαντο τὸ σημερινὸν ὄνομα αὐτῶν, Παυσ. 7. 26, 3· - ἀλλά, γ) μ. [τὸν φόβον], ἀπαλλάττομαι [τοῦ φόβου], μεταφέρω ἀλλαχόσε τὸν φόβον, Δημ. 287. 7· τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα, μεταφέρων..., ὁ αὐτ. 320. 12. δ) μετ’ ἀπαρεμφ., ἐάν πως οἷός τε ὦ πεῖσαι μεταθέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως... ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως... ἔχοντα βίον ἑλέσθαι Πλάτ. Γοργ. 493C. ε) μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιθέμενος, μεταβάλλων ἢ στρέφων τὰ κακὰ αὐτῶν σχέδια εἰς ὠφέλειαν αὐτοῦ, Σοφ. Φ. 515. 4) Παθ., μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, μετετέθην εὐβουλίᾳ Εὐρ. Ι. Λ. 388· μ. ἐς Ρωμαίους, μεταβαίνω πρὸς τὸ μέρος τῶν Ρωμαίων, Ἀππ. Ἰβηρ. 17· πρὸς τὴν τῶν Ρωμαίων αἵρεσιν Πολύβ. 26. 2, 6, κτλ.