ὁλοσχερής
English (LSJ)
ές,
A whole, entire, complete, Hp. Alim.26, Theoc.25.210 ; παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90 ; ἀνήρ [S.]Fr.1127.4 ; νόμισμα IG12(7).67 B (Amorgos) ; dub. in ib.12(5).593 (Ceos), cf. δολοσχερής. b in large pieces, ὁ ἐλλέβορος -έστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158. 2 absolute, ἐξουσία BGU86.24 (ii A. D.) ; universal, widespread, ὁ. κρίσις Plb.1.57.6 ; φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7 ; παλίρροια Id.1.82.3 ; προτέρημα Id.1.18.6 ; -εστέρα συμπλοκή Id.1.40.11 ; τὸ -έστερον μέρος Id.3.37.8 ; -εστέρα σπάνις IG42(1).66.28 (Epid., i A. D.). 3 in rough or general outline, τὸ ὁ., as Adv., roughly, Thphr.HP3.18.5 ; irreg. Sup. αἱ -ώταται δόξαι Epicur.Ep.1p.3U., cf. Phld.Oec.p.75 J. (Comp.) ; opp. ἀκριβής, Str.2.1.41, cf. 30 ; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. Orib.49.1.1 ; ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9 ; of an emetic (ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib.8.23.2. 4 -έστερα διαιτήματα fuller diet, Gal.19.194. II Adv. -ρῶς, συνθλάσαι pound coarsely, Dsc.5.72 : Comp. -έστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10, cf. Gal.13.1044. 2 entirely, altogether, utterly, Diph.27, IG9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.Att.6.5.2, etc. ; ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J.BJ Prooem.8 ; ὁ. διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc.5.135 ; ὁ. οἰκοδομῆσαι build completely, LXX 1 Es.6.27(28). 3 roughly, in a general way, Str.2.1.30, Longin.43.4 ; opp. ἀκριβῶς, Plot.3.8.9 : Comp. -έστερον Gal.2.901.
German (Pape)
[Seite 327] ές (σχερός), ganz vollständig, VLL. erkl. τέλειος, ὁλόκληρος; ἀνήρ, Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1, 19, 11, κρίσις 1, 57, 5, ἀγών 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοσχερής: -ές, ὡς τὸ ὁλόκληρος, ὅλος, ἀκέραιος, πλήρης, Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· παρατίθημι ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. ἐσφαλμένως ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, σπουδαῖος, μέγας, συχν. παρὰ Πολυδ., ὁλ. κρίσις, φόβοι, ἀγών 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον μέρος 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι πρός τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, καθόλου, γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4.