ὑπογαμέω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A marry thereupon or after, τὴν γυναῖκα Ael.NA7. 25.
German (Pape)
[Seite 1212] (s. γαμέω), darauf od. danach heirathen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογᾰμέω: γαμῶ, λαμβάνω εἰς γάμον μετὰ ταῦτα, «ἵνα ἀποκτείνῃ τόν... δεσπότην καί... καὶ ὑπογήμῃ τὴν γυναῖκα» Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 25.