ὑπερόριος
English (LSJ)
ον, also α, ον (v. infr.), poet. ὑπερορ-ούριος Theoc. (v. infr.): (ὅρος):—
A over the boundaries, abroad, D.46.7; ῥιψάτω ὑπερούριον Theoc.24.95, cf. Anon. ap. Suid.; ὑ. ἀσχολία occupation in foreign parts, abroad, Th.8.72; ὑ. ἀρχή, opp. ἔνδημος, Lexap.Aeschin.1.19; δικαστήρια, opp. ἐπιχώρια, PMonac. 14.83 (vi A.D.); τὰ ὑ. foreign affairs, opp. τὰ κατὰ πόλιν and τὰ ἔνδημα, Arist.Pol.1285b14. 2 ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) the country beyond one's own frontiers, foreign land, IG12.56.7, And.3.36, Lys.31.9, Pl.Phdr.230d; also εἰς τὰν ὑπερόριον στρατεύεσθαι Foed.Delph.Pell. 2 B 22; opp. τὰ ἔνδημα, X.An.7.1.27; ἐκ τῆς ὑ. ἀνακαλεῖσθαι, i. e. from the land where he had been in exile, Plu.2.508a; hence, actually, banishment, φόνοις καὶ ὑπερορίαις D.C.67.3; τὰ ὑ. (sc. χωρία) X.Ath. 1.19, Smp.4.31. II foreign to the purpose, outlandish, alien, λαλιά Aeschin.2.49; ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριαι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Arist.Div.Somn.464a1, cf. Aristid.1.128 J.; τὸ τῶν ἀέρων ἄηθες καὶ ὑ. Anon. ap. Suid. III c. gen., ὑ. τοῦ νομοῦ beyond the boundaries of the nome, PPetr.2p.16 (iii B.C.): metaph., λιμὸς . . βρώσεις ὑποβάλλων . . τῆς φύσεως ὑπερορίους Procop.Goth.3.17: abs., ἰσχναίνειν καὶ γυμνάζειν τὸ σῶμα, . . ποιεῖν δὲ ὡς μὴ ὑπερόριοι ἀπέλθωμεν go over the mark, Pall. in Hp.2.77D.
German (Pape)
[Seite 1200] über die Gränze, jenseit der Gränze, ausländisch, fremd; bes. ἡ ὑπερορία, sc. γῆ, das Ausland, die Fremde, Plat. ἐκ τοῦ ἄστεος οὔτ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖς, Phaedr. 230 d, u. öfter; Andoc. 3, 36; Lys. 31, 8; Is. 4, 1; ἀρχή, im Ggstz von ἔνδημος, Aesch. 1, 20; vgl. Xen. An. 7, 1, 27; auch ἡ ὑπερόριος ἀσχολία, Thuc. 8, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερόριος: -ον, καὶ α, ον (ἴδε κατωτ.), ποιητικ. -ούριος· (ὅρος)· - ὁ πέραν τῶν ὁρίων, κατοικῶν ἐν τῇ ξένῃ, Δημ. 1130 ἐν τέλει· ῥίπτειν ὑπερούριον Θεόκρ. 24. 93· ὑπ. ἀσχολία, ἀσχολία ἐν ξένοις τόποις, «εἰς τὰ ξένα», Θουκ. 8. 72· ὑπ. ἀρχή, ἀντίθετον τῷ ἔνδημος, Αἰσχίν. 3. 34· τὰ ὑπερόρια, ξέναι ὑποθέσεις, ἐργασίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 12. 2) ἡ ὑπερορία (ἐξυπακ. γῆ), ἡ χώρα ἡ πέραν τῶν συνόρων, ξένη χώρα, ξένη γῆ, Ἀνδοκ. 28. 10, Λυσί. 187. 26, Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· τοὐναντίον τὰ ἔνδημα, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 27· ἐκ τῆς ὑπ. ἀνακαλεῖσθαι, δηλ. ἐκ τῆς χώρας ἐν ᾗ διετέλει ἐξόριστος, Πλούτ. 2. 508Α· ἐντεῦθεν καὶ αὐτὸ τοῦτο ἐξορία, φόνοις καὶ ὑπερορίαις Δίων Κ. 67. 3· - οὕτω, τὰ ὑπερόρια (ἐξυπακ. χωρία) Ξεν. Ἀθην. 1. 19, Συμπ. 4. 31. ΙΙ. ξένος πρὸς τὸν σκοπόν, ἀλλότριος, ἀσυνήθης, λαλιά Αἰσχίνης 34. 29· ἀρχαὶ ἐνυπνίων ὑπερόριοι ἢ τοῖς χρόνοις ἢ τοῖς τόποις ἢ τοῖς μεγέθεσιν Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ Ὕμν. Μαντ. 2. 5· πρβλ. Ἀριστείδ. 1, σ. 128, Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙΙ. μετὰ γεν., ἐξωρισμένος ἀπό τινος, ἐστερημένος τινός, ἀμέτοχος, τοῦ ἡδέος Φωτ. Βιβλιοθ. 55. 27, Προκόπ.