ἕκητι
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure
English (LSJ)
Dor. ἕκᾱτι (so always used by Trag., as E.Or.26,al.) : prob. an old case-form, used adverbially, but always with a gen., which usually precedes,
A by the will of, by means of, by virtue of, Hom. only in Od. (in Il. he uses ἰότητι, but cf. ἀέκητι), and always of gods, Διός..ἕκητι by the grace or aid of Zeus, Od.20.42 ; Ἑρμείαο ἕ. 15.319 ; Ἀπόλλωνός γε ἕ. 19.86 ; Διὸς ἕ. B.1.6 ; Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι A.Eu.759, cf. Ch.214 ; ἕ. μὲν δαιμόνων, ἕ. δ' ἀμᾶν χερῶν ib.436 (lyr.). II in Lyr. and Trag. of things, 1 on account of, for the sake of, ἕκατι ποδῶν Pi.N.8.47 ; κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων A.Ch. 701 ; ἀρετῆς ἕ. S.Ph.669, cf. Tr.274,353 ; γάμων ἕ. E.Med.1235 : in Com., ὧν ἕ. τοῦτ' ἔδωκε Telecl.41.4. 2 as to, πλήθους ἕ. A.Pers. 337 ; κελευμάτων δ' ἕ. E.Cyc.655 ; ἐμεῦ μὲν ἕκητι so far as I am concerned, AP11.361.7 (Autom.) ; ἕκητ' ἀλκῆς as far as strength goes, Herod.2.77 : in later Prose, βιβλίων ἕ. Jul. Or.3.124a, cf.119c. III = χωρίς, Hsch. (Perh. cogn. with ἑκών.)
German (Pape)
[Seite 759] (eine alte Dativform, mit ἑκών, ἕκηλος verwandt, vgl. Apoll. p. 497), dor. u. att. ἕκατι; Hom. von den Göttern, Διὸς ἕκητι, Ἀπόλλωνος, Ἑρμείαο ἕκητι, durch die Gnade, nach dem Willen des Zeus, Od. 15, 319. 19, 86. 20, 42; Διὸς μεγάλοιο ἕκητι Hes. O. 4; Pind. u. die Tragg. stellen es auch vor den gen., ἕκατι δαιμόνων Aesch. Ch. 212, ἕκ. Κάστορος Pind. P. 5, 9, u. verbinden es mit andern Dingen in der Bdtg wegen, um – willen, τοιῶνδ' ἕκατι κλῃδόνων Aesch. Ag. 848, κεδνῶν ἕκ. πραγμάτων Ch. 690; Eum. 71; ἀρετῆς ἕκατι Soph. Phil. 665, vgl. Trach. 273; ἕκατι γάμων Eur. Med. 1235; στεφάνων Pind. P. 10, 58; ὧν δ' ἕκατι τοῦτ' ἔδωκε Teleclid. bei Plut. Nic. 4; ἕμεῦ μὲν ἕκητι, meinetwegen, Automed. 9 (XI, 361).
Greek (Liddell-Scott)
ἕκητι: Δωρ. ἕκατι, (οὗτος ὁ τύπος ἦτο ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τραγικοῖς, Πόρσων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 26). Ἴδε ἕκηλος: ― πιθαν. ἀρχαία δοτικὴ ἐν ἐπιρρηματικῇ χρήσει, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ γενικῆς ἥτις συνήθως προηγεῖται, σημαίνει δὲ: ἕνεκα, χάριτι, τῇ θελήσει, τῇ ἀρωγῇ, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. (ἐπειδὴ ἐν τῇ Ἰλιάδ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸ ἰσοδύναμον ἰότητι), καὶ πάντοτε ἐπὶ θεῶν, Διὸς... ἕκητι Ὀδ. Υ. 42· Ἑρμείαο ἕκ. Ο. 319· Ἀπόλλωνός γε ἕκ. Τ. 86· Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι Αἰσχύλ. Εὐμ. 759. ΙΙ. ὁ Πίνδ. ἐνίοτε προτάσσει αὐτὸ τοῦ πτωτικοῦ, καὶ ὡς οἱ μετ’ αὐτὸν ποιηταὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ πραγμάτων, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἕνεκα. 1) ἐξ αἰτίας, ἕνεκα, χάριν..., ἕκατι ποδῶν Πινδ. Ν. 8. 81 κεδνῶν ἕκατι πραγμάτων Αἰσχύλ. Χο. 701, πρβλ. 214, 436, κτλ. ἀρετῆς ἕκ. Σοφ. Φ. 669, πρβλ. Τρ. 274, 353· γάμων ἔκ Εὐρ. Μήδ. 1235. 2) παρὰ Τραγ. σημαίνει προσέτι: ὡς πρός, Λατ. quod attinet ad, πλήθους ἕκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 337 κελευμάτων δ’ ἕκ. Εὐρ. Κύκλ. 655.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. ἕκατι.