κλέος

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό, Dor. κλέϝος GDI1537 (Crissa, = RöhlImag.3pp.87/8 No.1), only nom. and acc. sg. and pl.: Ep. pl. κλέᾰ (before a vowel) Hom. (v. infr. 11.1), κλεῖα (nisi leg. κλέεα) Hes.Th.100: (κλέω A):—

   A rumour, report, τί δὴ κ. ἔστ' ἀνὰ ἄστυ; Od.16.461; κ. εὐρὺ φόνου 23.137; ὄσσαν... ἥ τε μάλιστα φέρει κ. ἀνθρώποισι 1.283; σὸν κ. news of thee, 13.415: c. gen., μετὰ κ. ἵκετ' Ἀχαιῶν the report of their coming, Il.11.227, cf. 13.364; κείνου κατὰ κ. at the news of his coming, Pi.P.4.125; τῶν ἐμῶν κακῶν κ. S.Ph.251; rumour, opp. certainty, κ. οἶον ἀκούομεν οὐδέ τι ἴδμεν Il.2.486; γυναικογήρυτον κ. A.Ag.487 (lyr.).    II goodreport, fame, freq.in Hom., κ. ἐσθλόν Il.5.3; ἀνδρὸς τοῦ κ. εὐρὺ καθ' Ἑλλάδα Od.1.344: abs., τῷ μὲν κ., ἄμμι δὲ πένθος Il.4.197; τὸ δ' ἐμὸν κ. οὔ ποτ' ὀλεῖται 7.91, cf. 2.325; κ. εἶναί τινι to be a glory to him, 22.514; κ. οὐρανὸν ἵκει 8.192, Od.9.20; κ. οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74; κ. ἄφθιτον Sapph.Supp.20a.4, Ibyc.Oxy.1790.47, GDIl.c.; κ. ἀρέσθαι, εὑρέσθαι, Pi.O.9.101, P.3.111; γίνεσθε κατὰ κ. ὧδε μαχηταί in renown, BCH24.71 (Acraeph., iii B.C.); λαβεῖν S.Ph.1347; κ. αἰχμᾶς glory in or for... Pi.P.1.66; τῆς μελλοῦς κ. A.Ag.1356; κ. σου μαντικόν ib.1098; μικροῦ δ' ἀγῶνος οὐ μέγ' ἔρχεται κ. S.Fr.938: less freq. in Prose, κ. ἀέναον Heraclit.29; μένοντι δὲ . . κ. μέγα ἐλείπετο Hdt.7.220; κ. καταθέσθαι to lay up store of glory, Id.9.78; τιμὴν καὶ κ. ἔσχεν Ar.Ra.1035; πόρρω κ. ἥκει Id.Ach.646; κ. οὐρανόμηκες Id.Nu. 459; κ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Th.1.25; παρ' ἀνθρώποις ἀείμνηστον κ. ἔχει τινά X.Cyn.1.6; κ. ἀθάνατον καταθέσθαι Pl.Smp.208c; κ. τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων Id.Lg.663a; περὶ χώρας ἀκούειν κ. μέγα Lys. 2.5; κ. ἕξειν ἔν τινι Ath.Mech.15.4; ποῖον κ., εἰ . . ; 1 Ep.Pet.2.20: pl., ἄειδε δ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν the lays of their achievements, Il.9.189, cf. 524, Od.8.73; κλέα φωτῶν μνήσομαι A.R.1.1.    2 rarely in bad sense, δύσφαμον κ. ill repute, Pi.N.8.36; αἰσχρὸν κ. E.Hel.135, cf. Ar.Fr.796: both senses in Th.2.45 ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου . . κ. ᾖ of whom there is least talk either for praise or blame. (Cf. Skt. śrávas 'fame', Slav.slovo 'word', 'glory'; cogn. with κλέω (A), κλύω.)

German (Pape)

[Seite 1448] τό (κλυ, vgl. κλέω u. καλέω), Ruf, Gerücht, unsichere, ungewisse Kunde; μὴ πρόσθεν κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται Od. 23, 137; so auch 1, 382 ἢν ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός, ἥτε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι; σὸν κλέος, Kunde von dir, 13, 415; κλέος Ἀχαιῶν, das Gerücht von den Achäern, Il. 11, 227, vgl. 2, 325. 13, 364; so wird es 2, 485, ἡμεῖς δὲ κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν, dem bestimmten Wissen entgegengesetzt. Vgl. noch Aesch. ταχύμορον γυναικοκήρυκτον ὄλλυται κλέος, das von den Weibern verbreitete Gerücht, Ag. 474; οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου ποτ' οὐδέν Soph. Phil. 251. – Gew. der gute Ruf, der Ruhm; κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο Il. 5, 3, öfter; μέγα, εὐρύ, auch ohne Zusatz, 4, 197. 7, 91. 9, 412 u. sonst; häufig κλέος οὐρανὸν ἵκει, von weitverbreitetem Ruhm; κλέος εἶναί τινι, Einem zur Ehre gereichen, 22, 514; auch im plur., κλέα ἀνδρῶν ἀείδειν, ἀκούειν, die ruhmvollen Thaten der Männer besingen, anhören, 9, 189. 524 Od. 8, 73, wie κλέα φωτῶν μνήσομαι An. Rh. 1, 1 [mit kurzem α], κλεῖα Hes. Th. 100; – λάμπει οἱ κλέος Pind. Ol. 1, 23; ἑλέσθαι 9, 109; εὑρέσθαι ὑψηλόν P. 3, 111, öfter; aber auch δύσφημον κλέος προσάπτειν, schlechten Ruf, N. 8, 36; Tragg., z. B. κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν Soph. Phil. 1331, ἐπισπάσειν κλέος Ai. 756; τιμὰ καὶ κλέος Eur. Andr. 774. Auch in Prosa, Her. 7, 220, κλέος ἀθάνατον Plat. Conv. 208 c, κλέος τε καὶ ἔπαινος Legg. II, 663 a; κλέος ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς, im Ruf stehen in Bezug auf das Seewesen, Thuc. 1, 25, vgl. 2. 45; Sp. – In schlimmer Bdtg, wie bei Pind., αἰσχρόν, Eur. Hel. 135 u. Ar. bei Phot. lex. – Das Wort kommt nur im nom. u. acc. vor.

Greek (Liddell-Scott)

κλέος: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀμφοτέρων τῶν ἀριθμῶν. Ἐπικ. πληθ. κλέᾰ (πρὸ φωνήεντος) Ὅμ., κλεῖα Ἡσ. Θ. 100 (ἴδε κλέω Α). Φήμη, εἴδησις, νέα, Λατ. fama, τί δὴ κλέος ἔστ’ ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Π. 461· κλέος εὐρὺ φόνου Ψ. 137· Ὄσσαν..., ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι Α. 283· σὸν κλέος, εἰδήσεις περὶ σοῦ, Ν. 415· μετὰ γεν., μετὰ κλέος ἵκετ’ Ἀχαιῶν, ἦλθον ἀκούσας τὴν φήμην τῆς ἐπιστρατείας τῶν Ἀχαιῶν Ἰλ. Λ. 227, πρβλ. Β. 325., Ν. 364· κείνου κατὰ κλέος, εἰς τὴν φήμην τῆς ἐλεύσεως αὐτοῦ Πινδ. Π. 4. 221· τῶν ἐμῶν κακῶν κλ. Σοφ. Φιλ. 251· ― ἁπλῆ φήμη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ βέβαιον, τὴν βεβαιότητα, κλέος οἶον ἀκούομεν, οὐδέ τι ἴδμεν Ἰλ. Β. 486· γυναικογήρυτον κλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 487. ΙΙ. καλὴ φήμη, δόξα, ὡσαύτως ὡς τὸ λατ. fama, συχν. παρ’ Ὁμ., κλέος ἐσθλόν, εὐρύ, μέγα Ἰλ. Ε. 3. κτλ.· ὡσαύτως ἀπολ., Δ. 197., Η. 91, κτλ.· ἀλλὰ πρὸς Τρώων καὶ Τρωϊάδων κλέος εἶναι, «ἀλλὰ πρὸς δόξαν τῶν Τρώων καὶ Τρῳάδων ἔσονται» (Γαζῆς), Χ. 514· κλέος οὐρανὸν ἵκει, κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει Ὀδ. Θ. 74., Ι. 20, κτλ.· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, κλ. ἑλέσθαι, εὑρέσθαι Πινδ. Ο. 9. 154. Π. 3. 196· λαβεῖν Σοφ. Φιλ. 1347· κλ. αἰχμᾶς, δόξα εἰς ἢ διά..., Πινδ. Π. 1. 128· τῆς μελλοῦς κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· κλ. σου μαντικὸν αὐτόθι 1098· μικροῦ δ’ ἀγῶνος οὐ μέγ’ ἔρχεται κλ. Σοφ. Ἀποσπ. 675· ― σπανιώτερον παρὰ πεζολόγοις, μένοντι δέ... κλ. μέγα ἐλείπετο Ἡρόδ. 7. 220· κλέος καταθέσθαι, ταμιεῦσαι δόξαν, αὐτόθι 9. 78· τιμὴν καὶ κλ. ἔσχεν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1035· πόρρω κλ. ἥκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 646· κλ. οὐρανόμηκες ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 459· κλ. ἔχειν τὰ περὶ τὰς ναῦς Θουκ. 1. 25· ἀείμνηστον κλ. ἔχει τινὰ Ξεν. Κυν. 1, 6· κλέος ἀθάνατον καταθέσθαι Πλάτ. Συμπ. 208C· κλ. τε καὶ ἔπαινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 663Α· περὶ χώρας ἀκούειν κλέος μέγα Λυσίας 190. 40· ― κατὰ πληθ., ἄειδε δ’ ἄρα κλέα ἀνδρῶν (συντετμημένον ἐκ τοῦ κλέεα), σχεδὸν ὡς τὸ αἶνος, ἔψαλλε τοὺς ἐπαίνους, τὰ ἐγκώμια τῶν κατορθωμάτων αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 189, πρβλ. 524 (520), Ὀδ. Θ. 73. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., δύσφημον κλέος κακὴ φήμη, Πινδ. Ν. 8. 62· αἰσχρὸν κλ. Εὐρ. Ἑλ. 135· «κλέος· τὴν φαύλην δόξαν Ἀριστοφάνης» Φώτ.· ― ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνδυάζονται ἐν Θουκ. 2. 45, ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου... κλέος ᾖ, περὶ ἧς ὀλιγίστη ὁμιλία γίνεται εἴτε πρὸς ἔπαινον εἴτε πρὸς ψόγον.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
us. seul. aux nom. et acc. sg. et aux nom. et acc. plur. κλέα;
1 bruit, nouvelle qui se répand : κλέος φόνου OD bruit d’un meurtre ; κλέος Ἀχαιῶν IL bruit de l’armement des Grecs ; σὸν κλέος OD nouvelles de toi ; particul. bruit sans fondement;
2 en b. part bonne renommée ; gloire ; τὰ κλέα actions glorieuses, hauts faits.
Étymologie: R. Κλυ, entendre, > κλευ-, κλεϜ-, κλε-.