πέλεια

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεια Medium diacritics: πέλεια Low diacritics: πέλεια Capitals: ΠΕΛΕΙΑ
Transliteration A: péleia Transliteration B: peleia Transliteration C: peleia Beta Code: pe/leia

English (LSJ)

ἡ, (cf. πελλός)

   A dove or pigeon, esp. wild rock-pigeon, Columba livia, Od.15.527, etc. ; φύγεν ὥς τε π. Il. 21.493 ; τρήρων (q. v.) πέλεια 23.853, Od.12.62, etc. ; πτηνὴ π. S.Aj.140, cf. E. Ion 1197 ; ὑπόπτεροι π. S. Ph.289 ; cf. sq. 1.    II πέλειαι, αἱ, prophetic priestesses at Dodona, Paus.7.21.2, 10.12.10 ; cf. sq. 11 and πελείους.

German (Pape)

[Seite 550] ἡ, die wilde Taube, nach ihrer schwarzblauen Farbe benannt; bei Hom. gew. Sinnbild der Furchtsamkeit, φύγεν ὥςτε πέλεια, Il. 21, 493; τρήρων, oft; Aesch. Prom. 859; πεφόβημαι πτηνῆς ὡς ὄμμα πελείας, Soph. Ai. 140; Phil. 259; πτηνὸς κῶμος πελειῶν, Eur. Ion 1197; Ar. Av. 575, nach Hom. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεια: ἡ, (πελὸς) ἡ ἀγρία περιστερά, Columba oenas (πρβλ. οἰνάς), οὕτως ὀνομασθεῖσα ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ αὐτῆς χρώματος, Ὀδ. Ο. 526, κτλ.˙ ὡς σύμβολον δέους καὶ τρόμου, φύγεν ὥς τε πέλεια Ἰλ. Φ. 493˙ ἐντεῦθεν συνεχῶς καλεῖται τρήρων (ὅπερ κατήντησε νὰ τίθηται καθ’ ἑαυτὸ ἀντὶ τοῦ πέλεια), Ἰλ. Ε. 778, Ψ. 853, Ὀδ. Μ. 62, κτλ.˙ πτηνὴ π. Σοφ. Αἴ. 140, πρβλ. Εὐρ. Ἴων 853, ὑπόπτεροι π. Σοφ. Φ. 289˙ πρβλ. πελειὰς Ι. ΙΙ. πέλειαι, αἱ, ὄνομα τῶν προφητίδων ἱερειῶν τῶν παλαιῶν χρόνων, πιθ., ληφθὲν ἐκ τῶν μαντικῶν περιστερῶν τῆς Δωδώνης, Ἡρόδ. 2. 55, 57, Παυσ. 7. 21, 2., 10. 12, 10˙ ὡσαύτως πελειάδες, Σοφ. Τρ. 172. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλειαι˙ περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις. Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελείας.»

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pigeon, colombe, oiseau.
Étymologie: πελός.