θέλγω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλγω Medium diacritics: θέλγω Low diacritics: θέλγω Capitals: ΘΕΛΓΩ
Transliteration A: thélgō Transliteration B: thelgō Transliteration C: thelgo Beta Code: qe/lgw

English (LSJ)

Ion. impf.

   A θέλγεσκεν Od.3.264: fut. θέλξω 16.298,A.Pr.865, Dor. -ξῶ Theoc.Ep.5.3: aor. ἔθελξα Il. (v. infr.):—Med., Alc.Supp. 11.7:—Pass., fut. θελχθήσομαι Luc.Salt.85: aor. ἐθέλχθην Od.10.326, Ep. 3pl. -χθεν 18.212:—poet. Verb (used by Pl.Smp.197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, be witch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47, al.; τὸν . . Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291, cf. 326 (Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255.    2 cheat, cozen, Od.16.195,298, S.Tr.710: c. dat. modi, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε Od.14.387; μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι 1.57; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276,604; ἔπεσσιν Od.3.264.    3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον h.Cer.37, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr.174: σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp.1055; θέλγει ἔρως E.Hipp.1274 (lyr.); ᾠδῆς... ἣν ᾄδει θέλγων . . νόημα Pl.Smp.197e:—Pass., μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA142 (lyr.); τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch.420 (lyr.); ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212; Μούσαισιν . . τὴν φρένα θελγομένη (which may be Med.) IG14.1960.    4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865; ἔρως δέ νιν . . θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr.355; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14.    5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544 (Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.)

German (Pape)

[Seite 1192] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' οὔτι θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν μόνος θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν ὕπνος Rhes. 554; οὔτε τότε λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων νόημα Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις πειθώ S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγω: Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264˙ μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3˙ ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85˙ ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), κυρίως, θωπεύω ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ ἑπομένως μαγεύω, «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος˙ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὅστις διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343˙ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας ὄσσε φαεινὰ Ν. 435˙ ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326˙ ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40˙ ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ Διός, ὅστις πνέει κατὰ πρόσωπον τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255˙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594˙ ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710˙ συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, μήτε τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387˙ θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264˙ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282˙ ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ σημασία διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21˙ καί μ’ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E˙ σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056˙ θέλγει ἔρως, ὕπνος Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142˙ ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... νόημα Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ οὔτι θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420˙ Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη (ὅπερ δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865˙ ἔρως δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355˙ καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) παράγω, προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5˙ γαλήνη θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

f. θέλξω, ao. ἔθελξα, pf. inus.
Pass. f. θελχθήσομαι, ao. ἐθέλχθην, pf. inus.
I. charmer par des enchantements magiques;
II. particul.
1 en mauv. part fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;
2 en b. part calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..
Étymologie: DELG étym. inconnue.