κρήνη

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήνη Medium diacritics: κρήνη Low diacritics: κρήνη Capitals: ΚΡΗΝΗ
Transliteration A: krḗnē Transliteration B: krēnē Transliteration C: krini Beta Code: krh/nh

English (LSJ)

Dor. κράνα IG42(1).121.6 (Epid.), etc.; Aeol. κράννα ib.12(2).103 (Mytil.): ἡ:—

   A well, spring, fountain, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος, Il.16.3, Od.10.107, cf. Pi.P.1.39,al., Pl.Phd.112c, etc.; opp. φρέαρ (q.v.), Hdt.4.120, Th.2.48; ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν . . ἀπὸ κρήνης Ar.Lys.328; κ. οἴνου E.Ba.707; ὀμνύω . . κράνας καὶ ποταμούς SIG 527.34 (Dreros, iii B. C.): poet. in pl., for water, S.OC686, Ant.844 (both lyr.); κρηνῶν ἐπιμελητής, title of official at Athens, IG22.338.11, Arist.Ath.43.1, cf. Pl.Lg.758e, Arist.Pol.1321b26, OGI483.159 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 1507] ἡ, dor. κράνα, der Quell, die Quelle; Il. 9, 14; μελάνυδρος 16, 3; καλλιρέεθρος Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. P. 1, 39; ἀείρυτος Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von φρέαρ, Spring, Springbrunnen, Thuc. 2, 48; πότιμος Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von κεράννυμι her.

Greek (Liddell-Scott)

κρήνη: Δωρ. κράνα, ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), πηγή, βρύσις, Λατ. fons, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φρέαρ (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν ὕδωρ, ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ κάρα, κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
source, fontaine.
Étymologie: p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ».