τορέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
the pres. only in Hsch. (except that ἀντιτοροῦντα occurs in h.Merc.283): fut. -ήσω (ἀντι-) ib.178: aor. 1 part.
A τορήσας Sardis7(1) No.83, (ἀντι-) Il. 10.267: aor. 2 ἔτορον Il. (v. infr.); redupl. τετορήσας h.Merc. 119, cf. Hsch. s. vv. τέτορεν, τετόρῃ:—Pass., pf. τετόρημαι Nonn. (v. infr.): (τόρος):—bore, pierce, ἔτορε ζωστῆρα Il.11.236; τορήσας, v. supr.:— Pass., σπλάγχνα . . τετορημένα χαλκῷ Nonn.D.5.26; ἔγχεϊ ib.13.493. 2 metaph., proclaim in shrill piercing tones, irreg. fut. τετορήσω Ar.Pax381; cf. τορεύω 1, τορός. II = τορνεύω, work, shape, χέλυν Arat.269, cf. AP9.162.
German (Pape)
[Seite 1130] ganz ungebr. Präs.; dazu aor. · ἔτορον, τορεῖν, durchbohren, durchstechen; ἔτορε ζωστῆρα, Il. 11, 236; auch aor. I. τορήσας, h. Merc. 119; Hesych. hat auch den aor. II. mit der Reduplikation, τετορεῖν, τρῶσαι erkl. – Uebertr. vom Ton, durchdringend ertönen lassen, laut und deutlich sagen, εἰ μὴ τετορήσω ταῦτα καὶ λακήσομαι, Ar. Pax 381. Vgl. τορός u. τορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
τορέω: ὁ ἐνεστ. μόνον παρ’ Εὐστ. και Ἡσυχ. (πλὴν ὅτι ἀπαντᾷ ἀντιτορεῦντα ἐν τῷ Ὁμηρ. Ὕμνῳ εἰς Ἑρμ. 283)· μέλλ. -ήσω (ἀντι-) αὐτόθι 178· μετ’ ἀορ. α΄ τορήσας αὐτόθι 119, (ἀντ-) Ἰλ.· ἀόρ. β΄ ἔτορον Ἰλ., μετ’ ἀναδιπλασ. τετορεῖν Ἡσύχ. - Παθητ., πρκμ. τετόρημαι Νόνν.· (τόρος). Τρυπῶ, διατρυπῶ, ἔτορε ζωστῆρα Ἰλ. Λ. 236· τορήσας, ἴδε ἀνωτ. - Παθ., σπλάγχνα... τετορημένα χαλκῷ Νόνν. Δ. 5. 26· ἔγχεϊ ὁ αὐτ. 13. 493. 2) μεταφορ., διακηρύττω μετ’ ὀξείας καὶ διαπεραστικῆς φωνῆς, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 381 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀνωμάλου μέλλ. τετορήσω, πρβλ. τορεύω Ι, τορός. ΙΙ. ὡς τὸ τορνεύω, ἐργάζομαι, σχηματίζω, χέλυν Ἄρατ. 269, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 162.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἔτορον;
percer, trouer.
Étymologie: τορός.