σποράς
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, mostly pl.,
A scattered, Hdt.4.113; of ship scattered by a storm or a defeat, Th.1.49, 3.69,77; βουκολικαὶ Μοῖσαι σ. ποκά, i.e. not collected into a volume, AP9.205 (Artemid.); νησιώτης σ. βίος a vagrant life, E.Rh. 701 (lyr.); so of men, σποράδες . . τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν, i.e. not in communities, Arist.Pol.1252b23; of birds, opp. ἀγελαῖος (cf. σποραδικός), Id.HA617b21; σ. ἀστέρες Id.Mete.344a15, cf. 346a20; λόγοι σ. unconnected, Plu.2.431d; σ. νᾶσοι scattered, not in a group, Pi.Pae.5.38, cf. D.S.3.44; hence αἱ Σποράδες the islands off the west coast of Asia Minor, opp. αἱ Κυκλάδες, A.R.4.1711, Str.2.5.21; of diseases, sporadic, opp. endemic, Hp.Acut.5 (Littrá σποράδεες, with cod. M).
German (Pape)
[Seite 924] άδος, zerstreu't; νησιώτην σποράδα κέκτηται βίον, Eur. Rhes. 701, auf zerstreu't daliegenden Inseln; u. so von Inseln Thuc. 3, 69 (s. nom. pr.); ἐτράπησαν σποράδες, Pol. 3, 65, 11; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σποράς: -άδος, ὁ, ἡ, (σπείρω) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., διεσκορπισμένος, Ἡρόδ. 4. 113· ἐπὶ πλοίων διεσκορπισμένων ὑπὸ τρικυμίας ἢ ἥττης, Θουκ. 1. 49., 3. 69, 77· βωκολικαὶ Μοῦσαι σπ. πόκα, δηλ. ποιήματα μὴ συνειλεγμένα ἐν ἑνὶ βιβλίῳ, Ἀνθ. Π. 9. 205, πρβλ. 11. 442· νησιώτης σπ. βίος, πιθαν. ζωὴ πλανητική, Εὐρ. Ρῆσ. 701· οὕτως ἐπὶ ἀνθρώπων, σποράδες.. τὸ ἀρχαῖον ᾤκουν, δηλ. οὐχὶ ἐν κοινωνίαις, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 7· ἐπὶ ζῴων, ἀντίθετον τῷ ἀγελαῖος (πρβλ. σποραδικός), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 25, πρβλ. 1. 1, 23· σπ. ἀστέρες ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 8. 17, 19· σπ. λόγοι, ἄνευ εἱρμοῦ, ἄνευ σχέσεως, ἀσύνδετοι, Πλουτ. 2. 431C· σπ. νῆσοι, διεσπαρμέναι καὶ μὴ ἀποτελοῦσαι σύνολόν τι, Διόδ. 3. 44· ἐντεῦθεν, αἱ Σποράδες, αἱ νῆσοι αἱ κατὰ τὴν δυσμικὴν παραλίαν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς Κυκλάδας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1711, Στράβ. 124· - ἐπὶ νοσημάτων διεσκορπισμένων εἰς πολλοὺς τόπους καὶ οὐχὶ ἐνδημικῶν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384 (ὁ Littré σποραδέες).
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
épars, dispersé ; σποράδες λόγοι PLUT discours sans suite ; particul. αἱ Σποράδες (νῆσοι) les Sporades, îles de la mer Égée, sur la côte O de l’Asie mineure.
Étymologie: σπείρω.