Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλόβοτος

From LSJ
Revision as of 12:19, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόβοτος Medium diacritics: μηλόβοτος Low diacritics: μηλόβοτος Capitals: ΜΗΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: mēlóbotos Transliteration B: mēlobotos Transliteration C: milovotos Beta Code: mhlo/botos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by sheep, epith. of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.

English (Slater)

μηλόβοτος, -ον
   1grazed by sheep ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)