ὑψίβατος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
ον,
A set on high, πόλιες Pi.N.10.47; τρίπους S.Aj.1404 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίβᾰτος: -ον, ὁ ὑψηλὰ κείμενος, Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες Πινδ. Ν. 10. 88· ὑψίβατος τρίπους, «ὑψηλὴν βάσιν ἔχων χυτρόπους» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 1404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui monte ou s’élève ; haut, élevé.
Étymologie: ὕψι, βαίνω.
English (Slater)
ὑψίβᾰτος, -ον
1lofty Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες (N. 10.47)