φονεύω
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
A murder, kill, τινα Hdt.1.35, 211, al., A.Th.340 (lyr.), S.OT716, etc.; c. dupl. acc., [φόνον] φ. τινά Sch.E.Hec.335: abs., καὶ τίς φονεύει; S.Ant.1174, cf. El.34:—Pass., to be slain, Pi.P.11.17, E.IA1317 (lyr.), Th.8.95. 2 of an animal, ἐὰν . . ζῷον . . τι φονεύσῃ τινά Pl.Lg.873e. 3 stain with blood, φασγάνῳ δέρην E.IA875 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1298] morden, tödten, umbringen, τινά, von Her. an sehr häufig. – Pass., Pind. P. 11, 17, Aesch. Spt. 323, Soph. oft u. Eur.
Greek (Liddell-Scott)
φονεύω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, ἀποκτείνω, «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν ζῷον... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐφόνευσα, etc.
tuer.
Étymologie: φονεύς.
English (Slater)
φονεύω
1 murder Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17)
English (Slater)
φονεύω
1 murder Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17)