ἁγεμών
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
German (Pape)
[Seite 12] dor. für ἡγεμών, so auch ἁγεμονεύω.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡγεμών.
English (Slater)
ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.)
1 leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)