ἀμείλιχος

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλῐχος Medium diacritics: ἀμείλιχος Low diacritics: αμείλιχος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ameílichos Transliteration B: ameilichos Transliteration C: ameilichos Beta Code: a)mei/lixos

English (LSJ)

ον,

   A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. -ίως Epigr.Gr.313 (Smyrna).    II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).

German (Pape)

[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d’Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.

English (Autenrieth)

ἀμείλικτος.

English (Slater)

ᾰμείλῐχος
   1 implacable χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12) τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)