οἶμος

From LSJ
Revision as of 13:06, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶμος Medium diacritics: οἶμος Low diacritics: οίμος Capitals: ΟΙΜΟΣ
Transliteration A: oîmos Transliteration B: oimos Transliteration C: oimos Beta Code: oi)=mos

English (LSJ)

(οἷμος S.Ichn.168, Call.Aet.Oxy.2079.27, Parth.Fr.31, Epigr.Gr. (v. infr.), Hdn.Gr.1.546, cf. φροίμιον), ὁ, also ἡ (v. infr.),

   A way, road, path, Hes.Op.290, Pi.P.4.248 ; λευρὸν οἶ. αἰθέρος A.Pr. 396 ; ἁπλῆ οἶ. εἰς Ἅιδου φέρει Id.Fr.239 ; ὀρθὴν παρ' οἶ., ἣ 'πὶ Λάρισαν φέρει E.Alc.835 ; ἐς τὴν παραπλησίην οἶ. ἐμπίπτουσιν Hp. Decent.4 ; τὸν αὐτὸν οἶ. πορευόμενοι Pl.R.420b ; ἄλλην οἶ. ἐκπορεύεται Men.681 ; λυγρήν θ' οἷ. ἔβην Epigr.Gr.227 (Teos).    2 stripe, οἶμοι κυάνοιο stripes or layers of cyanos, Il.11.24.    3 strip of land, tract, country, Σκύθην ἐς οἶ. A.Pr.2.    4 metaph., οἶμος ἀοιδῆς the course or strain of song, h.Merc.451 ; ἐπέων οἶμον λιγύν Pi.O.9.47, cf. P. 2.96, Call.Jov.78.

Greek (Liddell-Scott)

οἶμος: ὁ, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ὡς καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. καὶ ἡ, (ὡς ἡ ὁδός)· - ὁδός, δρόμος, ἀτραπός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 288, Πινδ. Π. 2. 175., 4. 441· λευρὸν οἶμον αἰθέρος Αἰσχύλ. Πρ. 394 ἁπλῆν οἶμον ... εἰς Ἄιδου φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 222· ὀρθὴν παρ’ οἶμον, ἢ ’πὶ Λάρισαν φέρει Εὐρ. Ἄλκ. 835· τὸν αὐτὸν οἶμον πορεύεσθαι Πλάτ. Πολ. 420Β· ἄλλην οἶμον ἐκπορεύεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 467· λυγρὴν τ’ οἶμον ἔβην Ἑλλ. Ἐπιγρ. 227. 2) σειρά, ἔλασμα, οἶμοι κυάνοιο, σειραὶ ἢ γραμμαὶ ἐκ κυάνου (ἐπὶ τοῦ θώρακος), Ἰλ. Λ. 24. 3) λωρίς, μέρος γῆς, χώρα, Σκύθην ἐς οἶμον Αἰσχύλ. Πρ. 2. 4) μεταφ., οἶμος ἀοιδῆς, ὁ τρόπος, τὸ μέλος, ὁ «ἦχος» τοῦ ᾄσματος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 451, Πινδ. Ο. 9. 72· πρβλ. οἶμα, οἴμη.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, att. ἡ)
I. chemin, route;
II. p. ext. longée (cf. lat. tractus), d’où
1 trait, ligne;
2 région, contrée.
Étymologie: R. Ἰ, aller ; cf. εἶμι.

English (Autenrieth)

course, stripe, band, pl., Il. 11.24†.