ἀέκητι
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
Ep. Adv.
A against one's will, c. gen., ἀ. σέθεν Od.3.213, 16.94; θεῶν ἀ., ἀ. θεῶν, Il.12.8, Od.4.504.
German (Pape)
[Seite 41] wider Willen, Hom. oft, θεῶν Od. 1, 79, σέθεν 3, 213, absol. 4, 665 ἐκ τόσσων δ' ἀέκητι νέος παῖς οἴχεται αὔτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέκητι: ἢ ἀεκητί, Ἐπικ. ἐπίρρ. = ἐναντίον τῆς θελήσεως, συχν. παρ’ Ὁμ. μ. γεν. σεῦ ἀέκητι, ἀέκητι σέθεν, Λατ. te invito, Ὀδ. Π. 94., Γ. 213· θεῶν ἀέκητι, ἀέκητι θεῶν, Λατ. Diis non propitiis, Ἰλ. Μ. 8, Ὀδ. Δ. 504.
French (Bailly abrégé)
adv. épq.
malgré, en dépit de : Ἀργείων ἀέκητι IL malgré les Argiens ; ἀέκητι θεῶν OD malgré les dieux.
Étymologie: ἀ, ἕκητι.