ἀθροίζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθροίζω Medium diacritics: ἀθροίζω Low diacritics: αθροίζω Capitals: ΑΘΡΟΙΖΩ
Transliteration A: athroízō Transliteration B: athroizō Transliteration C: athroizo Beta Code: a)qroi/zw

English (LSJ)

Att. ἁθροίζω; aor.

   A ἤθροισα E.Ph.495, etc.: pf. ἤθροικα Plu. Caes.20:—Pass., aor. ἠθροίσθην: pf.ἤθροισμαι: plpf. ἤθροιστο A.Pers. 414:—quadrisyll. ἀθροΐζω Archil.60,104, APl.4.308 (Eugen.); prob. in E.IA267 (lyr.), Ar.Av.253: (ἀθρόος):—gather together, collect, muster, ἀ. λαόν, etc., S.OT144, etc.; τὸ βαρβαρικὸν καὶ τὸ Ἑλληνικόν X. An.1.2.1; Τροίαν ἀ. gather the Trojans together, E Hec.1139; πνεῦμ' ἄθροισον collect breath, Id.Ph.851, cf. Arist.GA738b7; περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας having strung together, E.Ph.495: abs., hoard treasure, Arist.Pol.1314b10:—Med., gather for oneself, collect round one, E. Heracl.122, X.Cyr.3.1.19:—Pass., to be gathered or crowded together, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο Archil.104, cf. 60; ἐς τὴν ἀγορὴν ἀ. Hdt.5.101; ἁθροισθέντες having rallied, Th.1.50; τὸ δὲ. . ξύμπαν ἡθροίσθη δισχίλιοι but the whole amounted collectively to... Id.5.6; ἐνταῦθα ἡθροίζοντο they mustered in force there, Id.6.44, etc.; form a society, Pl.Prt.322b; ἀθροισθέντες having formed a party, Arist.Pol.1304b33: of things, περὶ πολλῶν ἁθροισθέντων taken in the aggregate, Pl.Tht. 157b.    2 in Pass. of the mind, ἁθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν collect oneself, Pl.Phd.83a, cf.67c; φόβος ἥθροισται fear has gathered strength, X.Cyr.5.2.34.

German (Pape)

[Seite 47] (ἀθρόος), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. στράτευμα Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων περιπλοκάς, künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. φόβος ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)].

Greek (Liddell-Scott)

ἀθροίζω: ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ τετρασύλλαβος τύπος ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: (ἀθρόος ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἰδίως συνάγω στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, στράτευμα, δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· πνεῦμα ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. θησαυρίζω, ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. συλλέγω δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι, ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· ἐνταῦθα ἠθροίζοντο = ἐνταῦθα συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = σχηματίζω ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. ἄθροισμα 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. ὡσαύτως περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· φόβος ἤθροισται = φόβος ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34.

French (Bailly abrégé)

v. ἁθροίζω.