ἀκόντισμα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ατος, τό,
A distance thrown with javelin, ἐντὸς ἀκοντίσματος within dart's throw, X.HG4.4.16. II dart, javelin, Str.4.6.7 (pl.), Plu.Alex.43, Arr.Tact.9.1. III in pl., = the concrete ἀκοντισταί, Plu.Pyrrh. 21.
German (Pape)
[Seite 77] τό, 1) der Wurf, Schuß, ἐντὸς τοῦ ἀκ. οὐ προσῄεσαν Xen. Hell. 4, 4, 16, auf Schußweite kamen sie nicht heran; μακρότατον Equ. 12, 13. – 2) Plut. Al. 43 πολλῶν ἀκ. κατάπλεως, das Geworfene, Speere; Andere erkl. Schüsse = Schußwunden, wie Timol. 4 ἀκοντίσματα neben πληγαὶ ἐκ. χειρός stehen; aber Pyrrh. 21 sind ἀκοντίσματα καὶ τοξεύματα = ἀκοντισταὶ καὶ τοξόται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόντισμα: -ατος, τό, ἡ ἀπόστασις ἣν διατρέχει τὸ ῥιπτόμενον ἀκόντιον, ἐντὸς ἀκοντίσματος, ἐντὸς τῆς ἀποστάσεως μέχρι τῆς ὁποίας ἀκόντιον φθάνει, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 16. ΙΙ. τὸ ῥιπτόμενον πρᾶγμα, βέλος, ἀκόντιον, Στράβ. 576, Πλουτ. Ἀλέξ. 43, κτλ. ΙΙΙ. κατὰ πληθ. = τῷ συγκεκριμ. ἀκοντισταί, ὁ αὐτ. Πύρρ. 21.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 portée du trait;
2 javelot lancé ou fixé dans un corps;
3 τὰ ἀκοντίσματα corps de soldats armés de javelots.
Étymologie: ἀκοντίζω.