ἀταξία

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀταξία Medium diacritics: ἀταξία Low diacritics: αταξία Capitals: ΑΤΑΞΙΑ
Transliteration A: ataxía Transliteration B: ataxia Transliteration C: ataksia Beta Code: a)taci/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A indiscipline, prop. among soldiers, opp. εὐταξία, Hdt.6.11, Th.2.92, X.HG3.1.9, etc.    2 generally, disorder, confusion, ἀ. καὶ ἀκολασία Pl.Cri.53d; ἀμαθία καὶ ἀ. X.Ath.1.5; ἀ. καὶ ἀναρχία Arist.Pol.1302b28; εἰς τάξιν ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀ. Pl.Ti.30a; ἀπὸ τύχης καὶ ἀ. Arist.PA641b23: in pl., ἀταξιῶν, opp. τῶν ἐν ταῖς κινήσεσι τάξεων, Pl.Lg.653e.    3 c. gen., διαίτης ἀ. irregularity, Hp.Coac.211; νόμων Aeschin.3.38.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, Unordnung, Thuc 2, 91 u. sonst bei Folgdn; bes. Mangel an Disciplin beim Heere, Her. 6, 11; Xen. Hell. 3, 1, 7; oft mit ἀκολασία vrbdn, z. B. Plat. Crit. 53 a. Dah. = Verwirrung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταξία: Ἰων. -ίη, ἡ (ἄτακτος), ἔλλειψις τάξεως καὶ πειθαρχίας, ἀκαταστασία, ἰδίως ἐπὶ στρατῶν, ἀντίθετον τῷ εὐταξίᾳ, Ἡρόδ. 6. 11, Θουκ. 2. 92, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9, κτλ. 2) ἐν γένει, ἀκαταστασία, σύγχυσις, ἀνωμαλία, ἀταξία καὶ ἀκολασία Πλάτ. Κρίτων 53D, πρβλ. Ξεν. Ἀθ, Πολ. 1. 5· ἀταξία καὶ ἀναρχία Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 5· ἐκ τῆς ἀταξίας, τὸ τοῦ Κικέρωνος ex inordinato, Πλάτ. Τίμ. 30Α· ἀπὸ τύχης καὶ ἀταξίας Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 37· κατὰ πληθ. διαταράξεις, Πλάτ, Νόμοι 653Ε. 3) μετὰ γεν., διαίτης ἀταξία, ἀνωμαλία, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 152, ἀκαταστασία, νόμων Αἰσχίν. 59. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 abandon de son rang ou de son poste;
2 désordre, confusion.
Étymologie: ἄτακτος.