αὐτάρκης

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάρκης Medium diacritics: αὐτάρκης Low diacritics: αυτάρκης Capitals: ΑΥΤΑΡΚΗΣ
Transliteration A: autárkēs Transliteration B: autarkēs Transliteration C: aftarkis Beta Code: au)ta/rkhs

English (LSJ)

ες, (ἀρκέω)

   A sufficient in oneself, self-supporting, independent of others, ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔ. ἐστιν Hdt.1.32; αὐ. εἰς πάντα Pl.Plt.271d; εἰς εὐδαιμονίαν, of ἀρετή, Zeno Stoic.1.46; οὐκ αὐ. ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεής Pl.R.369b; ὁ σοφὸς -έστατος Arist.EN1177b1, cf. Epicur.Sent.Vat.45; αὐτάρκη φρονεῖν E.Fr.29; νηδὺς αὐ. τέκνων helping itself, acting instinctively, A.Ch.757; αὐ. βοή a self-reliant shout, S.OC1057 (s. v.l.); πόλις αὐ. θέσιν κειμένη Th.1.37, cf. 2.36 (Sup.); οἰκία -έστερον ἑνός, πόλις δ' οἰκίας Arist.Pol.1261b11; τὸ τέλειον ἀγαθὸν αὔ. εἶναι δοκεῖ Id.EN1097b8; σῶμα αὔ. πρός τι strong enough for a thing, Th.2.51, cf. X.Mem.4.8.11: c. inf., able of oneself to do a thing, εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματα ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν κτλ. D 3.14, cf. X.Cyr.4.3.4. Adv. -κως, ἔχειν Arist.Rh.1362a27: Sup. -έστατα, ζῆν X.Mem.1.2.14.    II sufficient in quantity, ἀργύριον αὔ. εἰς σιτωνίαν Ph.2.69; ὕδωρ αὔ. τοῖς ποιμνίοις J.AJ2.11.2, cf. PLond.3. 1166.6 (i A.D.), POxy.729.19 (ii A.D.); ὄξους τὸ -έστατον Gal.13.1046. Adv. -κως sufficiently, BGU665.18 (i A.D.), Plot.3.3.3, Theol.Ar.45.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάρκης: αὔταρκες, (ἀρκέω) ὁ ἐπαρκὴς ἑαυτῷ, αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ἐπαρκής, ὁ ἱκανὰ ἔχων, ὁ μὴ ἔχων ἀνάγκην τοῦ ἄλλου, ὡς δὲ καὶ ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔταρκές ἐστι Ἡρόδ. 1. 32· αὐτ. εἰς πάντα Πλάτ. Πολιτικ. 271D· οὐκ. αὐτ., ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεὴς ὁ αὐτ. Πολ. 369Β· αὐτάρκη φρονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 29· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων, «ἡ γὰρ νέα νηδὺς τῶν τέκνων ἑαυτῇ ἀρκεῖν καὶ βοηθεῖν βούλεται· ὅ ἐστιν, ἀνύειν βούλεται τὰς ἐπιθυμίας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 757· χώραπόλις αὐτάρκης, ἐπαρκὴς ἑαυτῇ, Θουκ. 1. 37, πρβλ. 2. 36, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 8., 3. 9, 12, κτλ.· αὐτ. πρός τι, ἐπαρκῶς, ἰσχυρῶς πρός τι πρᾶγμα, Θουκ. 2. 51, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 11: - μετ’ ἀπαρ., ἱκανός, ἐπαρκής, εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματα ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν, κτλ., Δημ. 32. 12, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 4· ἔνθ΄ οἶμαι τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα καὶ τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφὰς αὐτάρκει τάχ᾿ ἐμμίξειν βοᾷ, ἒνθα νομίζω ὃτι ὁ διεγείρων τὰς μάχας Θησεὺς καὶ αἱ δύο παρθένοι ἀδελφαὶ θὰ συναντηθῶσιν ἐν μέσῳ πολεμικῶν κραυγῶν ἀνδρῶν ἱκανῶν πρὸς σωτηρίαν, Σοφ. Ο. Κ. 1057, ἲδε σημ. Jebb: ― ἐπὶ ἀρετῆς, Ἠθ. Ν. 1. 7, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. αὐτάρκως ἒχειν ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 6, 2· ὑπερθ., αὐταρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ης, αὔταρκες;
qui se suffit à soi-même, qui existe ou subsiste par soi-même ; χώρα ou πόλις αὐτάρκης THC, ARSTT région ou cité qui se suffit à elle-même, qui n’a pas besoin d’importations, autarcique.
Étymologie: αὐτός, ἀρκέω.