βδελύσσομαι

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βδελύσσομαι Medium diacritics: βδελύσσομαι Low diacritics: βδελύσσομαι Capitals: ΒΔΕΛΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: bdelýssomai Transliteration B: bdelyssomai Transliteration C: vdelyssomai Beta Code: bdelu/ssomai

English (LSJ)

Att. βδελύττομαι, fut.

   A -ύξομαι Hp.Mul.1.39,41 (Act. βδελύξειν wrongly cited by Erot.): aor. ἐβδελύχθην Ar.V.792, Plu. Alex.57, etc.; later ἐβδελυξάμην LXX Ge. 26.20, al., J.BJ6.2.10, Jul. Or.7.210d:—feel a loathing for food, Hp Il. cc.; to be sick, Ar.V. 792.    2 c. acc., feel a loathing at, Id.Ach.586, LXX l. c., al., Plu. Alex.57; β. [τραγῳδίας] Jul. l.c.; ὠμοφαγίαν ib.6.193c: β. ἀπό τινων LXX Ex.1.12.    II later causal, in Act., cause to stink, make loathsome or abominable, fut. -ύξω LXX Le.20.25: aor. ἐβδέλυξα ib.Ex. 5.21:—Med. and Pass., to be loathsome, fut. -υχθήσομαι ib.Si.20.8: aor. -ύχθην ib.Ps. 13(14).1: pf. ἐβδέλυγμαι ib.Pr.8.7; οἱ ἐβδελυγμένοι the abominable (in ref. to the use of βδέλυγμα as an idol), Apoc. 21.8:—this pf. in causal sense, LXX Pr.28.9. (Cf. βδέω.)

German (Pape)

[Seite 440] att. βδελύττομαι, dep. pass., Ekel empfinden, verabscheuen, bes. von übelriechenden Dingen, βδελυχθείς Ar. Vesp. 792; τινά Lys. 794 u. öfter; καὶ πέφρικα Nubb. 1117 u. Sp., wie Pol. 33, 16; βδελυχθείη Plut. amat. 8 E. – Das act. βδελύσσω nur K. S.; βδελύξαι 1. Maccab. 1, 48; ἐβδέλυγμαι pass. N. T. Apocal. 21, 8.

Greek (Liddell-Scott)

βδελύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι· μέλλ. -ύξομαι Ἱππ. 606. 49., 607. 33· ἀόρ. ἐβδελύχθην Ἀριστοφ. Σφηξ. 792, Πλούτ. Ἀλεξ. 57, κτλ.· μεταγεν. ἐβδελυξάμην Ἑβδ., Ἰώσηπ.· ἀποθ. (βδέω). Αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρὸς τὴν τροφήν, Ἱππ. ἐνθ’ ἀνωτ.· ἔχω ταραχὴν ἐν τῷ στομάχῳ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 792. 2) μ. αἰτ. αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρός τι, ἀποστρέφομαί τι, ὁ αὐτ. Ἀχ. 586. κτλ. ΙΙ. μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργητ. μετὰ μεταβατ. σημασ. = κάμνω τινὰ νὰ γείνῃ βδελυκτός, κάμνω τινὰ ἀποστροφῆς ἄξιον, μέλλ. -ύξω, ἀόρ. ἐβδέλυξα, Ἑβδ. ‒ Μέσ. καὶ παθ., εἶμαι βδελυκτός, ἀποστροφῆς ἄξιος, μέλλ. -ύξομαι καὶ -υχθήσομαι, ἀόρ. ἐβδελυξάμην καὶ -ύχθην, πρκμ. ἐβδέλυγμαι, αὐτόθι· οἱ ἐβδελυγμένοι, οἱ μεμολυσμένοι (ἐν σχέσει πρὸς τὴν χρήσιν βδελύγματος, οἷον εἰδώλου), Ἀποκ. καʹ . 8· ‒ οὗτος ὁ πρκμ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας. Ἑβδ. (Παροιμ. κηʹ , 9).

French (Bailly abrégé)

v. βδελύττομαι.