δολοπλοκία
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
ἡ,
A subtlety, craft, in pl., Thgn.226, Hp.Ep.17.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, das Listenflechten, ein listiger Anschlag; Theogn. 226; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλοκία: ἡ, δολιότης, πανουργία, Θέογν. 226.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enchevêtrement de ruses, intrigue.
Étymologie: δολοπλόκος.