Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακονικός

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκονικός Medium diacritics: διακονικός Low diacritics: διακονικός Capitals: ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diakonikós Transliteration B: diakonikos Transliteration C: diakonikos Beta Code: diakoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Pl.Plt.299d; δ. φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. -ώτερος Id.Grg.517b; αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; δ. ἀρεταί ib.1259b23. Adv. -κῶς in the course of service, Men.113; serviceably, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασίαἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les serviteurs ou la fonction d’un serviteur;
2 apte au service, bon pour servir.
Étymologie: διάκονος.