ἐξανδραποδίζω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδίζω Medium diacritics: ἐξανδραποδίζω Low diacritics: εξανδραποδίζω Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: exandrapodízō Transliteration B: exandrapodizō Transliteration C: eksandrapodizo Beta Code: e)candrapodi/zw

English (LSJ)

   A reduce to utter slavery, Ἀθήνας Hdt.6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. ἐξανδρᾰποδ-ίζομαι, τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐ. τοὺς βίους confiscate the substance of the deceased, Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. -ιεῦμαι, which is mostly trans. (as in Hdt.1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 868] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδίζω: Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. ἀνδραποδίζω. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, ὅστις κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: οὕτως ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην αὐτόθι 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.

French (Bailly abrégé)

réduire en servitude, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀνδραποδίζω.