ἀρβύλη

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρβύλη Medium diacritics: ἀρβύλη Low diacritics: αρβύλη Capitals: ΑΡΒΥΛΗ
Transliteration A: arbýlē Transliteration B: arbylē Transliteration C: arvyli Beta Code: a)rbu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A strong shoe coming up to the ankle, half-boot, used by country people, hunters, travellers, A.Ag.944, Fr.259, E.Or. 1470 (lyr.); πηλοπατίδες ἀ. Hp.Art.62; αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα with shoes and all, E.Hipp.1189 (wrongly expld. by Eust. as = δίφρος, the stand of the charioteer), cf. Ba.1134; cf. ἄρμυλα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρβύλη: [ῠ], ἡ, ἰσχυρὸν ὑπόδημα ἐξικνούμενον μέχρι τῶν σφυρῶν, ἐφόρουν δὲ ταῦτα οἱ χωρικοί, οἱ κυνηγοὶ καὶ οἱ ὁδοιπόροι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 944, Ἀποσπ. 255, καὶ συχν. ἐν Εὐρ., Μυκηνίδ’ ἀρβύλαν προβὰς Ὀρέστ. 1470˙ πηλοπατίδες ἀρβύλαι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828˙ αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα, δηλ. ὡς ἦτο μετὰ τῶν ὑποδημάτων τοῦ κυνηγίου˙ ὁ σχολιαστὴς ὅμως δίδει ἄλλην ἐξήγησιν ἐκλαμβάνων τὴν λέξιν ταυτόσημον τῷ ἐν τῷ δίφρῳ μέρει, ἔνθα ἵστατο ὁ ἡνίοχος, «ταῖς τοῦ ἅρματος (ἀρβύλαις) περὶ τὴν ἄντυγα, ἔνθα τὴν στάσιν ἔχει ὁ ἡνίοχος» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1189, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ. Πρβλ. Βάκχ. 1134 καὶ ἴδε Λεξ. Ἀρχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 chaussure forte pour la chasse ou la campagne;
2 αἱ ἀρβύλαι empreintes faites dans le char et destinées à recevoir les pieds du conducteur.
Étymologie: DELG emprunt probable, d’Orient ?