βλακεύω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A to be slack, lazy, X.An.2.3.11, 5.8.15, Phld.Hom.p.39 O., etc.; ἐν τῇ κατατάσει Hp.Fract.17; β. καὶ ἀποδειλιᾶν D.H.9.31:—Med. (which is cited from X. by Eust.1405.32), = τρυφάω, Hld.7.27; but Act. in this sense, Procop.Arc.9. II c. acc., lose or waste through laziness, Luc.Ep.Sat.26.
German (Pape)
[Seite 447] schlaff, träge sein, Xen. An. 2, 3, 11; neben καθῆσθαι, Ggstz κινεῖν, 5, 8, 15. Im med. auch τί, etwas durch Trägheit verlieren, Luc. Ep. Sat. 26; καὶ ἀποδειλιᾶν Dion. Hal. 9, 31. Bei Sp. = θρύπτομαι, schwelgen.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκεύω: εἶμαι νωθρός, ὀκνηρός, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11., 5. 8, 15· ἔν τινι Ἱππ. π. Ἀγμῶν 764. - Μέσ. = τρυφάω, Ἡλιόδ. 7. 27. ΙΙ. μ. αἰτ., χάνω ἢ φθείρω, καταστρέφω ἕνεκα ὀκνηρίας, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 26.
French (Bailly abrégé)
être mou, inerte, lâche.
Étymologie: βλάξ.