γέεννα
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
ης, ἡ, Hebr.
A gé-hinnóm, the valley of Hinnom, which represented the place of future punishment, Ev.Matt.5.22, al.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, hebräisches W., die Hölle, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γέεννα: -ης, -ἡ, Ἑβραϊκὴ λέξις σύνθετος, g ê-hinnôm, κοιλὰς Ἐννόμ, ἥτις παρίστα τὸν τόπον τῆς μελλούσης κολάσεως, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
géhenne, symbole de destruction complète ; lieu de torture.
Étymologie: hébreu ge–hinnom « Vallée de Hinnom » ; actuel ouadi er-Rababi.