ἀχλύω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
aor. 1 ἤχλῡσα,
A to be or grow dark, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆς (sc. νεφέλης) Od.12.406; ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσαν A.R.3.963. II trans., darken, Q.S.1.598, Nonn.D.4.368, Pancrat.Oxy. 1085.12.
German (Pape)
[Seite 418] 1) dunkel werden, πόντος ὑπὸ νεφέλης, Od. 12, 406. 14, 304; μήνη ἤχλυσε Crinag. 38 (VII, 633). – 2) verdunkeln, ὄμματα Ap. Rh. 3, 962 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 1, 598; aor. pass., ἠχλύνθη γαῖα 2, 550.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχλύω: (πρβλ. ἐπ-), ἀόρ. α΄ ἤχλυσα: - εἶμαι ἤ γίνομαι ἀχλυώδης, σκοτεινός, Ὀδ. Μ. 406., Ξ. 304. ΙΙ. μεταβ., ποιῶ τι σκοτεινόν, ζοφῶδες, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 963, Κόϊντ. Σμ. 1. 598· ἐντεῦθεν παθ. ἀόρ., ἠχλύνθην Κόϊντ. Σμ. 2. 550.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἤχλυσα;
devenir sombre, s’obscurcir.
Étymologie: ἀχλύς.
English (Autenrieth)
only aor., ἤχλῦσε, grew dark, Od. 12.406. (Od.)