ἄοινος

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοινος Medium diacritics: ἄοινος Low diacritics: άοινος Capitals: ΑΟΙΝΟΣ
Transliteration A: áoinos Transliteration B: aoinos Transliteration C: aoinos Beta Code: a)/oinos

English (LSJ)

ον,

   A without wine, ἄοινοι χοαί, offered to the Erinyes, A.Eu.107 (whence they are themselves called ἄοινοι, S. OC100); ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν frenzied with the wine of wrath, A.Eu.860; ἄ. συμπόσιον Thphr. ap. Plu.2.679a; νηφαντικὴ καὶ ἄ. κρήνη Pl.Phlb.61c.    2 of men, having no wine, sober, X.Cyr.6.2.27; also of a place, having none, ib.26.    3 without use of wine, ἀοινοτέρα τροφή Arist.Pol.1336a8; ἄοινος μέθη Plu.2.716a.

German (Pape)

[Seite 272] ohne Wein, sowohl von Menschen, die keinen Wein trinken, als von Gegenden, die keinen Wein hervorbringen, Xen. Cyr. 6, 2, 26. 27; κρήνη νηφαντικὴ καὶ ἄοινος Plat. Phil. 61 c; χοαί, θυμώματα, Opfer, bei denen kein Wein gespendet wird, Aesch. Eum. 107. 822; wie sie die Eumeniden erhalten, die davon selbst ἄοινοι heißen, Soph. O. C. 100; συμπόσιον, Gelag ohne Wein, Theophr. bei Plut. Symp. 5, 5, 2; μέθη, ein Rausch, der nicht durch Wein bewirkt ist, ib. 8 prooem.; Arist. comp. ἀοινοτέρα τροφή, mit weniger Wein, pol. 7, 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοινος: -ον, ὁ ἄνευ οἴνου, ἄοινοι χοαί, οἷαι αἱ προσφερόμεναι εἰς τὰς Ἐρινῦς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 107 (ὅθεν καὶ αὐταὶ αὗται καλοῦνται ἄοινοι: - πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσ’ ὁδοιπορῶν, νήφων ἀοίνοις Σοφ. Ο. Κ. 100)· ἀλλὰ τὸ ἀοίνοις ἐμμανεῖς θυμώμασιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 860 σημαίνει ἐμμανεῖς οὐχὶ ἁπλῶς ἐκ μέθης, ἀλλ’ ἐκ διαρκοῦς μίσους· συμπόσιον Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 679Α· νηφαντικὴ καὶ ἄοινος κρήνη Πλάτ. Φίλ. 61C: - πρβλ. νηφάλιος. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ πίνων οἶνον, ἐγκρατής, νηφάλιος, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου, ὁ μὴ παράγων, πολλὴ γὰρ ἔσται τῆς ὁδοῦ ἄοινος, διότι πολλὰ μέρη τὰ ὁποῖα θὰ διέλθωμεν δὲν θὰ ἔχωσιν οἶνον, ὡς μὴ γινόμενον ἐν αὐτοῖς. 3) ἄνευ χρήσεως οἴνου, ἀοινοτέρα τροφὴ Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 1. ἄοινος μέθη Πλούτ. 2. 716Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne boit pas de vin;
2 qui ne produit pas de vin;
3 sans vin.
Étymologie: ἀ, οἶνος.