ἔξαρμα

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρμα Medium diacritics: ἔξαρμα Low diacritics: έξαρμα Capitals: ΕΞΑΡΜΑ
Transliteration A: éxarma Transliteration B: exarma Transliteration C: eksarma Beta Code: e)/carma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐξαίρω)

   A rising, swelling, Hp.Epid.4.31; of the tragus of the ear, Ruf.Onom.44.    II meridian height or elevation of the heavenly bodies, τοῦ ἡλίου Str.2.1.18, cf. 1.1.21; τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Gem.6.24, Plu.Mar.11, Ptol.Alm.2.3,6, Tetr.76; opp. ἀντέξαρμα, Theol.Ar.25; τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f.

German (Pape)

[Seite 872] τό, die Erhebung, Geschwulst, Hippocr. – Von den Himmelskörpern, ihre Höhe am Himmel, ἡλίου Strab. 2, 1, 18; von der Polhöhe, Plut. Mar. 11 def. or. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρμα: τό, (ἐξαίρω), οἴδημα, πρήξιμον, ᾖ μάλιστα τὸ ἔξαρμα ἦν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Δ΄, 1133F. ΙΙ. ἡ ἄρσις ἢ ὕψωσις τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις ἐν ταῖς χειμεριναῖς τροπαῖς Στράβων 75· τοῦ πόλου Ἵππαρχος παρὰ Πτολ. 1. 4· μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Πλουτ. Μάριος 11, Ἠθικ. 410Ε. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἐμμελοῦς λόγου, ὕψος, ὄγκος, μέγεθος, «ἀείδειν δέ ἐστι τὸ ἐμμελῶς λέγειν, καὶ ᾠδὴ ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔξαρμα ἔχει» Εὐστ. εἰς Ἰλιάδ. Ι. 5· ἐπὶ προσώπου, ἔξοχον πλεονέκτημα, «οὐδὲν ἔχων ἔξαρμα φύσεως (ὁ Διομήδης)» Σουΐδ. ἐν λέξει Εὐπείθιος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élévation, hauteur des astres, du pôle, etc.
Étymologie: ἐξαίρω.