ἔμβιος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
ον,
A having life, [Ζηνὸς] ἐργαζομένου ἔμβια τὰ ὑπὸ τῷ αἰθέρι Philostr.Her.2.19; tenacious of life, established, of trees which will bear transplanting, Thphr.CP5.6.5; of cuttings, ib.3.5.3 (Comp.); but εἰ σπέρμα ἔ. γένοιτο if the seed should germinate, ib.5.4.5, cf. Antipho Soph.15; τὸ ἔ. their living and growing, of trees, Ael.VH 13.1. 2 ἡ ἔ. ὑγρότης the moisture necessary to life, Thphr.CP1.1.3; αἷμα ἔ. τῇ γῇ πινόμενον Philostr.Im.1.24. II lasting one's whole life, ἔ. τιμωρία D.C.78.12. III ἔ. γενέσθαι recover consciousness after a swoon, Longus 2.30.
German (Pape)
[Seite 805] 1) am Leben, lebendig; Long. 2, 30; bes. von Pflanzen, die, wenn sie eingepflanzt sind, einschlagen u. gedeihen, Theophr.; vgl. Harpocr. u. B. A. 249. 333; Ael. V. H. 13, 1. – 2) τιμωρία, lebenslängliche Strafe, D. Cass. 78, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβιος: -ον, ὁ ἔχων ζωήν, ζωντανός, βιώσιμος, κυρίως ἐπὶ δένδρων, ἅπερ ἀντέχουσιν εἰς τὴν μεταφύτευσιν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 5· τὸ ἔμβιον, ἐπίσης ἐπὶ δένδρων, Αἰλ. Π. Ἱστ. 13. 1. ΙΙ. ἔμβιος τιμωρία, τιμωρία διὰ βίου, Δίων Κ. 78. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vivant ; τὸ ἔμβιον ÉL la vie, le principe de vie.
Étymologie: ἐν, βίος.